δίψα (η)
το χαλίκι δίψα που βρίσκεται στην αμμουδιά της Γύρας. Οι μικροί όταν το βρίσκουν το βάνουν στο στόμα τους και το πιπιλίζουν, για να ξεδιψάσουν.
Άγγ. Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος : “αγνάντεψα, ως βάδιζα / σκυφτός σ΄ ώρα βαρυτάτη /που το κορμί μου εδίψα / δίπλα στο κύμα / το χαλίκι που άστραφτε / και πήρε τ΄ όνομα απ΄ τη δίψα. / Και τη βαθειά εδοκίμασα τη δύναμή του .”