Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

δίψα (η)

το χαλίκι δίψα που βρίσκεται στην αμμουδιά της Γύρας. Οι μικροί όταν το βρίσκουν το βάνουν στο στόμα τους και το πιπιλίζουν, για να ξεδιψάσουν.
Άγγ. Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος : “αγνάντεψα, ως βάδιζα / σκυφτός σ΄ ώρα βαρυτάτη /που το κορμί μου εδίψα / δίπλα στο κύμα / το χαλίκι που άστραφτε / και πήρε τ΄ όνομα απ΄ τη δίψα. / Και τη βαθειά εδοκίμασα τη δύναμή του .”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.