Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

διχάλα (η)

η γωνιά που σχηματίζουν τα σκέλη των ποδιών μας.
Ξύλο δίχαλο που απολήγει σε δύο σκέλη. “Μπήκα καβάλα στ΄ άλογο διχάλα”. Παλιότερα οι γυναίκες των χωρικών ντρέπονταν να καβαλήσουν διχάλα, ανοίγοντας τα πόδια τους.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Δ(ι)χάλα /ἡ/ (δὶς-χηλὴ) = δίχαλον, κλάδος μὲ δύο ἐκφύσεις. (ἐπίρ.) ἱππαστί. «ἐκαββαλίκεψε διχάλα».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Διχάλα (δίχα). Ξῦλον ἰσοσκελοῦς σχήματος V, εἰς τὸ ὁποῖον εὐθετίζουσι τὰ χερόβολα τῶν σταχύων διὰ νὰ σχηματίσωσι τὸ δεμάτι, ὅπερ μεταφέρουσιν εἰς τὴν ἀθεμονιά.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.