διάσελο
Διάσελο /τὸ/ (διὰ-σιλλὸς) = αὐχὴν τοῦ ἐδάφους, κορυφογραμμὴ μεταξὺ δύο ὑψωμάτων.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Διάσελο /τὸ/ (διὰ-σιλλὸς) = αὐχὴν τοῦ ἐδάφους, κορυφογραμμὴ μεταξὺ δύο ὑψωμάτων.
Τ.Ε. -
το αυχήν ειναι μετάφραση,δεν είναι ετυμολογία. Ετυμολογία ειναι η ανεύρεση λέξης με βάση τον “σκελετό της,δηλαδή τον στήμονα-ραχοκοκκαλιά της,που ειναι τα σύμφωνά της.όθεν έχουμε δία η δίχα+σκέλος,δηλαδή διασκελιά ή διασσελιά ή με
βάση τη σέλλα του αλόγου που καθήμενοι τα σκέλη μας διαχωρίζονται, διάσσελο ή δρασκελιά.Ευχαριστώ για τη φιλοξενία!!!