διαορά (η)
βελτίωση της υγείας ή της ασώτου τακτικής κάποιου.
φράση: “Δε βλέπω διαορά στην τσούπρα μας” = δεν αλλάζει τακτική. – “Δεν είδα καμία διαορά με τόσες ανέσες που έκαμα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Διαορὰ /ἡ/ (διὰ-φορά, ραΐα) = βελτίωσις τῆς καταστάσεως νοσοῦντος. «δὲ βλέπω διαορὰ σὲ δαύτονε θειακούλα μου».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης