διαολούπι (το)
- φαρμάκι, κακό, αρρώστια. Λέγεται και ως κατάρα: “Να σ΄ γέν΄ διαολούπ΄ μέσα σ΄”.
- ασθένεια. “Αυτό γίνεται σπυρί, άσπρο, γύρω κοκκιναδερό κι αν δεν κυβερνηθεί φέρνει το θάνατο. Αυτό γιατρεύεται να κοπανίσεις ένα χόρτο που λέγεται σασίφραγος (;) και κάνει ωσάν λουλούδια άσπρα … να τα βάνεις χλωρά απάνω εις το σπυρίον. Ή φουρδακλά (βάτραχο) να σχίσεις να βάλεις απάνου, ή γάτα μαύρη”. (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 72 και 233).
- φαγητό κακόγευστο. Φράση: “Έφαγε το διαολούπι” = άφαγε τον κόρακα …
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Διαο(υ)λοῦπι /τὸ/ (διάβολος, ὠπή, ὀπός) = γεῦμα ἢ φαγητὸν ἐπικατάρατον. Βλ. λ. διαλάπα.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης