Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

διαολούπι (το)

  1. φαρμάκι, κακό, αρρώστια. Λέγεται και ως κατάρα: “Να σ΄ γέν΄ διαολούπ΄ μέσα σ΄”.
  2. ασθένεια. “Αυτό γίνεται σπυρί, άσπρο, γύρω κοκκιναδερό κι αν δεν κυβερνηθεί φέρνει το θάνατο. Αυτό γιατρεύεται να κοπανίσεις ένα χόρτο που λέγεται σασίφραγος (;) και κάνει ωσάν λουλούδια άσπρα … να τα βάνεις χλωρά απάνω εις το σπυρίον. Ή φουρδακλά (βάτραχο) να σχίσεις να βάλεις απάνου, ή γάτα μαύρη”. (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 72 και 233).
  3. φαγητό κακόγευστο. Φράση: “Έφαγε το διαολούπι” = άφαγε τον κόρακα …

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Διαο(υ)λοῦπι /τὸ/ (διάβολος, ὠπή, ὀπός) = γεῦμα ἢ φαγητὸν ἐπικατάρατον. Βλ. λ. διαλάπα.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.