διάνεμα (το)
στιγμιαία κίνηση, αντίληψη φευγαλέου περάσματος προσώπου ή ζώου.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Διάνεμμα /τὸ/ (διὰ-νέομαι, διάνευμα) = ἁμυδρᾶ στιγμιαῖα αἴσθησις διελεύσεως ἐμψύχου, φευγαλέα σκιὰ προσώπου.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Το νεύμα, το γνέψιμο ή κατά τον Δημητράκο “σχήμα περίγραμμα κινουμένου τινός” και καλύτερα “μορφή κίνησις φευγαλέα”. Κι εμείς λέμε: Μου φάνηκε πως είδα ένα διάνεμα (κάτι σαν σκιά …). Ο Βαλαωρίτης γνήσιος εκφραστής του λευκαδίτικου γενικά ιδιώματος, στον “Αθανάσιο Διάκο” του (Ε΄5, 6) γράφει χαρακτηριστικά “Καμιά φορά στο νου του /(του ήρωα του) το διάνεμα γοργά του αλόγου του (Ομερ΄βρυώνη) επερνούσε / τ΄ άκουε που χλημίτιζε …”. Το ρήμα (δια)νέομαι του Λάζαρη, είναι άσχετο, όπως η γραφή “διάνεμα” είναι λαθεμένη. Το σωστό είναι φυσικά νεύω (γνέφω), νεύμα, διάνεμα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης