Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

διάνεμα (το)

στιγμιαία κίνηση, αντίληψη φευγαλέου περάσματος προσώπου ή ζώου.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Διάνεμμα /τὸ/ (διὰ-νέομαι, διάνευμα) = ἁμυδρᾶ στιγμιαῖα αἴσθησις διελεύσεως ἐμψύχου, φευγαλέα σκιὰ προσώπου.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Το νεύμα, το γνέψιμο ή κατά τον Δημητράκο “σχήμα περίγραμμα κινουμένου τινός” και καλύτερα “μορφή κίνησις φευγαλέα”. Κι εμείς λέμε: Μου φάνηκε πως είδα ένα διάνεμα (κάτι σαν σκιά …). Ο Βαλαωρίτης γνήσιος εκφραστής του λευκαδίτικου γενικά ιδιώματος, στον “Αθανάσιο Διάκο” του (Ε΄5, 6) γράφει χαρακτηριστικά “Καμιά φορά στο νου του /(του ήρωα του) το διάνεμα γοργά του αλόγου του (Ομερ΄βρυώνη) επερνούσε / τ΄ άκουε που χλημίτιζε …”. Το ρήμα (δια)νέομαι του Λάζαρη, είναι άσχετο, όπως η γραφή “διάνεμα” είναι λαθεμένη. Το σωστό είναι φυσικά νεύω (γνέφω), νεύμα, διάνεμα.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.