διακονιάρης -ισσα
ο ζητιάνος.
Λέμε: “Μ΄ έκανες διακονιάρη” – με φτώχυνες. “Θα γίνουμε διακονιαραίοι με τα μυαλά που φορείς”. – “Βλέπεις πώς κατάντησε; Τον έκαμε ο τζόγος διακονιάρη”.
Βαλαωρίτης, Φωτεινός Α΄: “Προσκύνα τον αφέντη σου ξεσκαλιάρη διακονιάρη”.
Στα χωριά της Λευκάδας δεν έβγαιναν τόσο διακονιαραίοι για ζητιανιά όσο διακονιάρες, που μάζευαν ξεροκόμματα, κι ο,τι άλλο φαγώσιμο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Διακονιάρης /ὁ/ (διὰ-κονέω -ῶ) = ἐπαίτης, ζητιᾶνος.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης