Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

διακονιάρης -ισσα

ο ζητιάνος.
Λέμε: “Μ΄ έκανες διακονιάρη” – με φτώχυνες. “Θα γίνουμε διακονιαραίοι με τα μυαλά που φορείς”. – “Βλέπεις πώς κατάντησε; Τον έκαμε ο τζόγος διακονιάρη”.
Βαλαωρίτης, Φωτεινός Α΄: “Προσκύνα τον αφέντη σου ξεσκαλιάρη διακονιάρη”.
Στα χωριά της Λευκάδας δεν έβγαιναν τόσο διακονιαραίοι για ζητιανιά όσο διακονιάρες, που μάζευαν ξεροκόμματα, κι ο,τι άλλο φαγώσιμο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Διακονιάρης /ὁ/ (διὰ-κονέω -ῶ) = ἐπαίτης, ζητιᾶνος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.