Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

διακονιά (η)

η ζητιανιά, μεγάλη φτώχεια. “Θα βγούμε στη διακονιά σε λίγο”
Βαλαωρίτης, Φωτεινός, Γ΄: “Τα ΄μαθα από ένα Φλάρη, / που βγαίνει τάχα διακονιά και που τον τρώγ΄ η ζήλια, …”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Διακονιὰ /ἡ/ (διὰ-κονέω -ῶ) = ἐπαιτεία, ζητιανιά.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.