διακονεύω
ζητιανεύω, γίνομαι επαίτης
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Διακονεύω (διὰ-κονέω -ῶ) = ἐπαιτῶ, ζητιανεύω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ζητιανεύω.
Οι δύο έννοιες, που σχετίζονται με τις λέξεις διακονώ και διακονεύω διαφέρουν ως προς τη σημασία τους. Η πρώτη σημαίνει υπηρεσία (εξ ού και διάκος) ενώ η δεύτερη ζητιανιά.
Ο Μπαμπινιώτης τα ξεχωρίζει λέγοντας ότι “η διακονία μετέπεσε στη διακονιά από τους μοναχούς στο μεσαίωνα που γύριζαν από σπίτι σε σπίτι ζητώντας βοήθεια για τα μοναστήρια.
Η πρόθεση δια και το ρήμα κονέω, που θα πει υπηρετώ, μας δίνουν το διακονώ. Το δια και το κονεύω μας δίνει τη διακονιά και το διακονιάρη. Στην Καρυά λέγαμε: “Ήρτανε οι Μελισσουριώτισσες (Ηπειρώτισσες) να διακονέψουν” Τι ήταν αυτές ακριβώς δε θυμάμαι.
Το διακόνεμα (ζητιανιά) είναι και διακόνημα (υπηρεσία).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Διακονέω ή διακονεύω: (ιων. διηκονέω) = υπηρετώ, προσφέρω υπηρεσίες, περιφέρομαι και ζητιανεύω, εξ ου και διακονιάρης. «Δια+κονίσασι = κόνιν εγερώσι, διότι κονιορτωσάμενος και τον εκ πορείας κατά σπουδήν ερχόμενον επιφαίνοντα». (Λεξ. Σούδα ή Σουίδα). Στο λεξ. Αρχ. Ελλην. Γλώσσης, Ιωαν. Σταματάκου αναγράφεται ως παλαιοτέρα εκδοχή η ετυμ. προσέγγιση «εκ του δια+κόνις (διάκονος = ο κατασκονισμένος, ως εκ της περι την υπηρεσίαν σπουδής)», αλλά και ως πιθανότερη εκδοχή «η πρόθ. δια +κονέω = είμαι πρόθυμος και δραστήριος», «κόνει = σπεύδε, τρέχε». Διάκονος, ο,η, (ιων. διήκονος) = ο υπηρέτης, ο θεράπων και διακονία ή διακονιά = η υπηρεσία, η εκτέλεση καθήκοντος. Διακονιαρέοι, οι: οι πρόθυμοι στην διακονία, οι περιφερόμενοι επαίτες.
Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα