διάφορο (το)
κέρδος, αμοιβή που βγαίνει είτε από ιδιόκτητη περιουσία είτε από μίσθωση ξένου κτήματος.
Λέμε:”μας έμ΄νε και το διάφορο…”=ειρωνικά: χάσαμε και από τα δικά μας. “Αυτή η δουλειά δεν έχει διάφορο”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Διάφορο /τὸ/ (νομ. ὅρος, διαφέρον) = ἀποζημίωσις, κέρδος, ἀμοιβή.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Είναι βέβαια το ουδέτερο του επιθέτου διάφορος, από το ρήμα διαφέρω. Αδιαφόρετα είναι να ανώφελα.
Εδώ η λέξη διάφορο έχει τη σημασία του τόκου, του κέρδους, του συμφέροντος. Δεν έχω – λέμε – διάφορο απ΄ αυτή τη δουλειά.
Κατά την προφορά στο χωριό η διαφορά γίνεται διαουρά, χωρίς το φ, και την προσθήκη ενός -υ- (επίδραση … από την ουρά).
Στον Ερωτόκριτο, Β΄108 διαβάζουμε: “δε θέλει δίχως διάφορο οι κοπανιές να πηαίνουν”.
Η σημερινή σημασία της λέξης είναι μεσαιωνική
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης