Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

δειάφι (το)

το θειάφι, τειάφι, θείον.
Το τειάφι είναι γεωργικό φάρμακο, καταπολεμά κυρίως την αρρώστια που οι χωρικοί μας τη λένε ανάγκη, ένα είδος στάχτης που επικάθεται στα σταφύλια. Τα κλήματα αυτά τα λέμε αναγκεμένα.
Το τειάφι στη θεραπευτική: Σε γιατροσόφι παλιό γράφεται: “Εις μύτην φάγουσα. Πάρε δειάφι και λιβάνι και βάλε κάρβουνα εις ένα βύσαλο να καπνίσεις τον πόνο …”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Δειάφι /τὸ/ = θεῖον, θειάφι.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


Δειάφι § θεῖον, θειάφιον.

Σημ. Καθ’ ὑποκορισμὸν (Σύλλ. 4). Ὁ ἐτυμολ. γρ. Τιάφιον (εν. λ.) ὁ Βυζ. θειάφι.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.