δεν ορίζ(ει) τ’ όνομά του
«Δεν ορίζ(ει) τ’ όνομά του»: (ρ. ορίζω, όρος) = δεν έχει δικαίωμα ούτε το όνομά του να προφέρει (καθ’ υπερβολή).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
«Δεν ορίζ(ει) τ’ όνομά του»: (ρ. ορίζω, όρος) = δεν έχει δικαίωμα ούτε το όνομά του να προφέρει (καθ’ υπερβολή).