Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

δεμάτι (το) και δεματιάζω

δέσμη ξύλων χλωρών ή ξερών που μεταφέρανε από το λόγγο οι γυναίκες, στα κεφάλια τους ή τα ζώα.
Το δεμάτι το ΄λεγαν και κλαρί, όταν τα χλωρά κλαδιά προορίζονταν για τα ζώα. “Έφερα κλαρί για τις γίδες”. Δεμάτια έλεγαν και τις δέσμες του σιταριού για αλώνισμα ή και του λιναριού.
Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος σελ 74: “ανάφτουνε τα δεμάτια / πούσαν τριγύρω σωριαστά”.
Μεταφορικά: “Θα σε κάμω δεμάτι στο ξύλο” και “Τα ΄καμε όλα δεμάτι. Έπιασε τον αργαλειό και τον δεμάτιασε”.
Το ρήμα δεματιάζω.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Δεμάτι /τὸ/ (δέω, δέμα) = δέσμη ξύλων ἢ χλωρῶν κλάδων ἱκανοῦ βάρους φερομένη ὑπὸ τῶν γυναικῶν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς.

Δεματιάζω (δέω, δέμα) = εὐθετῶ ἐπαλλήλως ξῦλα ἢ κλαδία καὶ τὰ δένω διὰ τὸ εὐχερὲς τῆς μεταφορᾶς, φκιάνω δεμάτι.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης


(δεμάτι χτενιού). Δεμάτι είναι το σύνολο 50 δοντιών στο χτένι του αργαλειού από τα οποία περνούσαν 50 ζευγάρια κλωστές.

Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.