δεμάγκο (το)
εγκατάλειψη, θλίψη, διακοπή.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δεμάγκο /τὸ/ (Ἰ. demanco) = ἐγκατάλειψις, παῦσις, διακοπή, θλῖψις.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
εγκατάλειψη, θλίψη, διακοπή.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δεμάγκο /τὸ/ (Ἰ. demanco) = ἐγκατάλειψις, παῦσις, διακοπή, θλῖψις.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης