δέμα (το)
μικρό, φτηνό και λεπτό εσωτερικό γυναικείο μαντήλι για τη συγκράτηση των μαλλιών.
Απέξω πήγαινε το καθαυτό μαντήλι. Το δέμα το φορούσαν οι ηλικιωμένες, που το ΄δεναν με κόμπο πίσω από τις κοτσίδες τους. Τα δέματα τα ΄διναν και προίκα. Σε προικοσύμφωνο του 1821 (Ιστορικό αρχείο της Λευκάδας, βιβλίο Μιχ. Αναγνώστου) διαβάζομε: “Και άλλα τόσα δέματα για τα άνωθεν κεφαλοπάνια”. Σε καταγραφή περιουσίας του 1723 βρίσκομε: “και ένα δέμα μονοκλωνίτικο”.
Το χρώμα του δέματος είναι κυρίως καφέ, αλλά υπήρχαν και πράσινα σκούρα ή μαύρα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δέμα /τὸ/ (δέω) = λεπτὸς ὑφασμάτινος κεφαλόδεσμος τῶν γυναικῶν τῆς Λευκάδος σκούρου χρώματος συγκρατῶν ἔσωθεν μὲν τὴν κόμην, ἔξωθεν δὲ τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς. (δέμας) = σωματικὴ διάπλασις, ἀνάστημα: «γεροδεμένος».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Δέμα = λεπτότατο ὕφασμα πού δένουν τά μαλλιά τους οἱ γυναῖκες ἀπό μέσα ἀπ᾿ τό μαντήλι.