Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

δαγκαρούφα (η)

πρόχειρο φαγητό, κολατσό με ψωμί και κρασί, εξ΄ ου: δάγκα-ρούφα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Δαγκαροῦφα /ἡ/ (δάκνω-ροφῶ) = πρόγευμα ἐξ ἄρτου καὶ ροφήματος.

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.