δα (σύνδ.)
είναι το χαρακτηριστικό μόριο της λευκαδίτικης διαλέκτου και χρησιμοποιείται σε ποικίλες μορφές εκφράσεων. Δε λέγεται ποτέ μόνο του, ούτε πάει στην αρχή φράσεων.
φράση: “Μα δα, μου ΄πες τίποτα;” – “Μα δα ξέρω;” – “Κάτσε δα ήσυχος.” – “Έλα δα φύγε.” κλπ.
Οι άλλοι Επτανήσιοι δεν έχουν δα. Αντ΄ αυτού οι Κερκυραίοι λέμε αμιά, οι Κεφαλλονίτες αμά, οι Ζακύνθιοι γιαμά. (Γ.Χ.Μαραγκός, δημοδιδάσκαλος “Γλωσσάριον” 1874
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Δὰ (δὴ), μόριον συνοδεῦον διαφόρους λέξεις: «τώρα δά, ἔλα δά, πές μου δὰ» = λοιπόν, μάλιστα, ντέ, κ.τ.τ.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Δά, σύνδ. § δή· Π. Ἔλα δά = ἄγε δή· § μήπως (πάντοτε μετὰ τοῦ καί). Π. Καὶ δὰ ἦλθε; – καὶ δὰ μὲ ‘γνοιάζει; = καὶ μήπως μὲ μέλει; – κα δᾳ εἶνε παντοχὴ νὰ ζήσῃ; = καὶ μήπως εἶνε ἐλπὶς νὰ ζήσῃ;
Σημ. Δωρικώτατον.