χυμάω
Χυμάω (χῦμα, χυμάω) = ἐπιτίθεμαι ἀκάθεκτος, χύνομαι ἐναντίον τινός. βλ. και χουμάω
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ορμάω. Εύχρηστος ο αόριστος. Εχύμ(η)σε ο σκύλος ή ο άνθρωπος εξαγριωμένος.
Και χουμίζω.
Ετυμολογείται πιθανότατα από το αρχαίο χύμα, πλημμμύρα (ρήμα χέω), (Μπαμπινιώτης). Σε μεσαιωνικό κείμενο (“Ιμπέριος και Μαρφαρόνα” στ. 544 διαβάζουμε: “Χουμίζει γουν ο αετός και παίρνει το εγκόλπι”. Εγκόλπιο, φυλαχτό).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης