χτένι
Χτέν(ι) /τὸ/ (κτεὶς) = λεπτὸς σάν χτένι, ἰσχνός, τὸ ὀστοῦν τῆς ὠμοπλάτης.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
το κοινό χτέενι για το χτένισμα των μαλλιών, το χρησιμοποιούσαν και για το χτένισμα του λωναρισμένου λιναριού, τοποθετώντας το πάνω σε ένα πλαστήρι. Το χτενισμένο λινάρι είναι πλέον ολοκάθαρο και μαλακό.
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη