χούμελη (η)
πολτός πολύ βραστερών οσπρίων στην χύτρα
“Τα ρεβύθια έγιναν χούμελη”, δηλ. έλιωσαν από το βράσιμο. Ήταν κάλοψα
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χούμελ(η) /ἡ/ ἄκλ. (Λ. humilis, Σλ. Χύμελε, Σ. χμέλj) = γαιώδης, ἄγευστος, ἀηδής, ὐπέργλυκος, κακοβρασμένος, παραβρασμένος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης