Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

χουγιάζω

Χ(ου)γιάζω (ἰάχω, ἰύζω, Τ. οὔϊ, Σ. οὐγιὰμ) = φωνάζω ἐξ ἀποστάσεως, φωνάζω δυνατά, ἐπιπλήττω ἐντόνως: «μ’ ἐχούϊαξε».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Χουγιάζω § φωνάζω δυνατά. Π. Τί χουγιάζεις ἔτσι καὶ μ᾿ ἐξεκούφανες;

Σημ. Ἡ λ. εἶναι πεποιημένη ἐκ τῶν φωνῶν χούϊ χούϊ (= ἰού, ἰού) ὁ παρ᾿ ἐμοὶ ἀνέκδ. τοῦ Ὁμήρου μεταφραστὴς (ἰδ. λ. μαρτιάκο) γρ. σχουγιάζω. Ὁ Βυζ. παραλ. τὴν λ.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.