χολοσκάω
Στο χωριό συνηθέστατο.
Μη χολοσκάς, καημένα μ” Νιώθω μεγάλη στενοχώρια.
Ιατρικά: υπερεκχυλίζει η χολή.
Το αρχαίο χολάω (από τη χολή) θα πει μαίνομαι, οργίζομαι, “σκάω από το κακό μου” . Παρακάμπτω τους αρχαίους για να αναφερθώ στο Ιωάννου 7, 23 (της Καινής Διαθήκης) “εμοί χολάτε ότι όλον άνθρωπον υγιή εποίησα εν σαββάτω”, δηλ. πώς θυμώνετε (Φαρισαίοι) εναντίον μου, επειδή ολόκληρο άνθρωπο (όχι ένα μέλος του) ιάτρευσα το σάββατο; (τον παραλυτικό). Άλλο ο χωλός, ο κουτσός.