χλίψη (η)
θλίψη
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χλίψ(ι) /ἡ/ = θλῖψις, μελαγχολία, λύπη, δυσθυμία.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
θλίψη
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χλίψ(ι) /ἡ/ = θλῖψις, μελαγχολία, λύπη, δυσθυμία.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης