Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

χλεμπόνα (η)

αρρωστημένη γυναίκα, κίτρινη από ελονοσία ή άλλη ασθένεια
“Είναι χλεμπονιάρω, ο,τι κι αρρωστάει”
χλεμπονιάζω

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Χλεμπόνα /ἡ/ (χλόη-πονέω; Σ. χλὲb) = πρασινοκίτρινη, ἀρρωστιάρα, ἑλοπαθής, «χαμένο ψωμί».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Χλεμπόνα § τὰ πολλὰ ὥριμον ἀγγούριον καὶ ἑπομένως κύτρινο. ΚΝ.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

βλ. χλεμπονιάζω και χλεμπονιάρης και χλεμπονιασμένος

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.