χλεμπόνα (η)
αρρωστημένη γυναίκα, κίτρινη από ελονοσία ή άλλη ασθένεια
“Είναι χλεμπονιάρω, ο,τι κι αρρωστάει”
χλεμπονιάζω
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χλεμπόνα /ἡ/ (χλόη-πονέω; Σ. χλὲb) = πρασινοκίτρινη, ἀρρωστιάρα, ἑλοπαθής, «χαμένο ψωμί».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Χλεμπόνα § τὰ πολλὰ ὥριμον ἀγγούριον καὶ ἑπομένως κύτρινο. ΚΝ.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου