χερουλάτης (ο)
η λαβή του ξύλινου, του Ησιόδειου, αλετριού
ΒΑΛ., Φωτεινός, Α΄:”Ο χερουλάτης έφαγε τ΄ άχαρα δάχτυλά μου …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
“Ο χερουλάτης, έφαγε ΄ άχαρα δάκτυλά μου” (Φωτεινός Α’ 3).
Εξηγεί ο ίδιος ο Βαλαωρίτης: ” το μέρος του αρότρου το δια της χειρός κρατούμενον, δι ου ο γεωργός ελαύνει (οδηγεί) το άροτρον”. (Σημειώσεις, σελ. 363).
Από το χέρι και το ελαύνω. Τον τύπο (κατάληξης) -άτης, έχουν πολλά όπως ζευγολάτης, ποδηλάτης, κωπηλάτης και πλήθος άλλα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης