Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

χέρι

Χέρ(ι) /τὸ/ = ἡ χείρ. «δό μ’ ἕνα χέρ» = «δός μου ὀλίγην βοήθειαν», (Ἀλ. χέρε-α) = φορά, ἐπανάληψις: «τὸ καθάρσιο τὸν πῆγε τρία χέρια».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.