χάζι
Χάζ(ι) /τὸ/ (Τ. χὰζ) = θέαμα, θεαματικὴ τέρψις.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Κάνω χάζι, το απολαμβάνω. Από το τουρκικό haz, η ευχαρίστηση. Σχετικό είναι και το χαζός. Ο Φιλίντας (Ι/Ι84), από το χασμός, χα(ν)δός (συμφυρμός), με παραασχετισμό προς το χάζι (Ανδριώτης)
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης