χαρτωσά (η)
έγγραφο δικαστικής φύσεως, δικαστικής ενημέρωσης με κοινοποίηση εγγράφου.
μτφ.: το κρύψιμο μυστικών ή οικογενειακών υποθέσεων, κινήσεις ανθρώπων με τρόπο μυστικό, “εν κρυπτώ”.
“Δεν του παίρνεις χαρτωσά” – “Πού να του πάρεις αυτού χαρτωσά”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χαρτωσὰ /ἡ/ (χάρτης) = δικόγραφον, κοινοποίησις, ἐνημέρωσις: «δὲν τ’ παίρνς χαρτωσά», δὲν εἰμπορεῖς νὰ τὸν ἐξιχνιάσης.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης