Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

χαράρι (το)

κουβάς δερμάτινος για την άντληση νερού από πηγάδια.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Χαράρ(ι) /τὸ/ (Ἀ. Τ. χαρὰρ) = σάκκος ἀπὸ τραγόμαλλον διὰ συλλογὴν ἢ μεταφορὰν ἐλαιοκαρποῦ, δερμάτινος καδίσκος ἀντλήσεως ὕδατος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.