χαραμοφάγης 22 Φεβ, 2017 Χ 0 Σχόλια 0 Χαραμοφά(γ)ης /ὁ/ (Ἀ. Τ. χαρὰμ) = ὁ ἀνωφελῶς τρώγων, ὀκνηρός, ἄχρηστος.