χαραμέρι (το)
το χάραμα, η χαραυγή
Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ. Ι, 1030: “Γυναίκα γλυκομέτωπη, /με τα γαλήνια στήθια, / το χαραμέρι ως άκουγες, βαθιά τα πρώτα ορνίθια”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χαραμέρ(ι) /τὸ/ (χαράσσω-ἡμέρα) = τὸ λυκαυγές, ἡ χαραυγή.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης