Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

χαμώγιο (το)

χαμηλά, ισόγεια σπίτια, χωρίς σανιδωτό δάπεδο, συνήθως μονόχωρα.
Στα χαμώγια, στον ενιαίο χώρο, τα ΄βαναν όλα: τα βαγένια με το κρασί, την καπάσα με το λάδι, το σιτάρι, τα όσπρια και κάθε λογής εργαλεία τους.
Τέτοιο ήταν και το σπίτι του ήρωα Φωτεινού του ΒΑΛ., στον Κόντρο: “Μέσα δεν είχε χώρισμα ο φτωχικός ο πύργος / κι απ΄ άκρη σ΄ άκρη είν΄ ανοιχτός” (βλ. επίσης Το νοικοκυριό του χωριάτικου σπιτιού στη Λευκάδα, σελ. 12).
Χαμώγια υπήρχαν και στην πόλη, τότε, εξ ίσου φτωχά, απάτωτα και σαλίτζο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


χαμώγιο ( τό) χαμηλό μονόχωρο ἰσόγειο σπίτι χωρίς δάπεδο.

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.