χαμώγιο (το)
χαμηλά, ισόγεια σπίτια, χωρίς σανιδωτό δάπεδο, συνήθως μονόχωρα.
Στα χαμώγια, στον ενιαίο χώρο, τα ΄βαναν όλα: τα βαγένια με το κρασί, την καπάσα με το λάδι, το σιτάρι, τα όσπρια και κάθε λογής εργαλεία τους.
Τέτοιο ήταν και το σπίτι του ήρωα Φωτεινού του ΒΑΛ., στον Κόντρο: “Μέσα δεν είχε χώρισμα ο φτωχικός ο πύργος / κι απ΄ άκρη σ΄ άκρη είν΄ ανοιχτός” (βλ. επίσης Το νοικοκυριό του χωριάτικου σπιτιού στη Λευκάδα, σελ. 12).
Χαμώγια υπήρχαν και στην πόλη, τότε, εξ ίσου φτωχά, απάτωτα και σαλίτζο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
χαμώγιο ( τό) χαμηλό μονόχωρο ἰσόγειο σπίτι χωρίς δάπεδο.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου