χαλίπωμα (το)
ο χρόνος από τη δύση του ήλιου ως το σούρουπο, χαλιπώνει, εχαλίπωσε.
(βλ. σ΄νέμπασμα).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χαλίπωμα /τὸ/ (χαλεπός, χαλέπτω) = τὸ λυκόφως, τὸ σούρουπο.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
χαλίπωμα σούρουπο: ὅπου καί τό τέλος τῆς ἐργάσιμης ἡμέρας, (ΑΡΧ. χαλεπός, χαλέπτω).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Μετά τη δύση, όταν αρχίζει να “σχνουδιάζει“, σουρουπώνει, σκοτεινιάζει. Φαίνεται να σχετίζεται με το “χαλεπός, χαλεπότης”, δύσκολος, δύσβατον τόπου τινός … επειδή με την έλλειψη φωτός δυσχεραίνει η κίνηση. Γι΄αυτό λέμε: “χαλίπωσε, πού θα πας τέτοιαν ώρα;”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Χαλίπωμα = σούρουπο.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Χαλύπωμα [καλύπωμα], τὸ ἀπὸ τῆς δύσεως τοῦ Ἡλίου μέχρι νυκτὸς διάστημα = σύρριπο. Φρ. ἐχαλίπωσε – ὅσο νὰ χαληπώσῃ.
«Στο έμπα απ’ το χαλίπωμα». Χαλίπωμα, το, (αρχ. χαλεπός = δυσάρεστος) = το σουρούπωμα, το σούρουπο (συν+ρύπος), μετά το χαμήλωμα του ηλίου, το λυκόφως.Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα
βλ. και μισουρανὴς ἢ μισουρανὶς