χαλέπεδο (το) και χαλεπέδι
ερειπωμένο κτίσμα.
“αφήσανε το σπίτι τους κι έγινε χαλέπεδο”.
Συνήθως αυτά τα χαλέπεδα γίνονταν τόποι αφοδεύσεως των περιοίκων. Η λέξη είναι σύνθετη από την αλβανική χαλές = αποχωρητήριο, και το ελληνικότατο πέδον, όπως γήπεδο, επίπεδο κ.λπ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χαλέπεδο /τὸ/ (χαλεπός, χαλέπτω, ἄλη-πεδίον, ἁλίπεδον;) = ἐρείπιον, ἠρημωμένον ἀκίνητον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
χαλεπέδι, χαλέπεδο (τό) ἐρειπωμένο σπίτι, (AΡX. χαλεπός-πεδίον).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου
Ερειπωμένο κτίσμα που συνήθως “γίνεται τόπος αφοδεύσεως”.
(Το ετυμολόγησε -κατ΄εξαίρεση-Κοντομίχης).
Δυο λέξεις. Η πρώτη Αλβανο-τούρκικη (χαλές που θα πει αποχωρητήριο), από δω και χάλι, χάλια. Και η ελληνική πέδον (το εδαφος).
Ο Δημητράκος όμως: “γήπεδον μεθ΄ υπολειμμάτων κρημνισθείσης οικοδομής ερείπων…”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Χαλεπέδι = ἐρειπωμένο σπίτι.