χαυταλεύρης
Χαυταλεύρ(η)ς /ὁ/ (κάπτω, Π. Τ. χὰπ-νάκ, χὰπ-νούς, ἄλευρον) = νωθρός, εὐήθης, ἀδρανής, ἠλίθιος.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Χαυταλεύρ(η)ς /ὁ/ (κάπτω, Π. Τ. χὰπ-νάκ, χὰπ-νούς, ἄλευρον) = νωθρός, εὐήθης, ἀδρανής, ἠλίθιος.