χαμπεριάζω
υπολογίζω, λογαριάζω, σέβομαι κάποιον
“Δεν σε χαμπεριάζω, αν ζεις ή πεθαίνεις” – “Αυτός δεν χαμπεριάζει κανέναν”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Χαμπεριάζω (Ἀ. Τ. χαπὲρ) = ἐνημεροῦμαι, ὑπακούω, σέβομαι, φοβοῦμαι.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τούρκικης προέλευσης. Haber, υπολογίζω στη φράση, δε χαμπαριάζω, δεν λαμβάνω υπ όψιν μου την είδηση, ή το άλλο δεν το πήρα χαμπάρι, κ.ο.κ.
Γνωστό και το δίστιχο: “Τι χαμπέρι να σου στείλω / πούπιασες καινούριο φίλο”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης