Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

“Ο επτανησιακός χαρακτήρας της Λευκαδίτικης γεωγραφικής γλωσσικής ποικιλίας” του Παναγιώτη Κριμπά

Ο κ. Παναγιώτης Κριμπάς

Ο κ. Παναγιώτης Κριμπάς

Ο Παναγιώτης Κριμπάς, Αναπληρωτής Καθηγητής της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και συνεργάτης μας στο lexikolefkadas.gr, παρουσιάζει τη μελέτη του πάνω στο Λευκαδίτικο γλωσσικό ιδίωμα στο άρθρο του “Ο επτανησιακός χαρακτήρας της Λευκαδίτικης γεωγραφικής γλωσσικής ποικιλίας“.

Ο Παναγιώτης Κριμπάς μας παρουσιάζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του “παρεξηγημένου” Λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος σε σὐγκριση τόσο με την Κοινή Ελληνική, αλλά και με τις λοιπές γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες των Επτανήσων. Η ελλειπής, έως τώρα μελέτη του ιδιώματος της Λευκάδας, το εξαιρούσε από τα Επτανησιακά γλωσσικά ιδιώματα, κατατάσσοντάς το στα ημιβόρεια. Με την παρούσα ωστόσο μελέτη ο Παναγιώτης Κριμπάς υποστηρίζει ότι ο ημιβόρειος φωνηεντισμός της Λευκαδίτικης δεν επαρκεί για να την εξαιρέσει από τα επτανησιακά ιδιώματα, με τα οποία η Λευκαδίτικη μοιράζεται άφθονα χαρακτηριστικά.

Μας τιμά ιδιαίτερα που παρουσιάζουμε στο lexikolefkadas.gr τη νέα αυτή θεώρηση πάνω στο γλωσσικό ιδίωμα του νησιού μας.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο συλλογικό τόμο ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΟΙΚΙΛΙΑ που κυκλοφόρησε πρόσφατα από την ΚΑΠΑ Εκδοτική (Αθήνα 2019) και είναι αφιερωμένος στην καθηγήτρια Γλωσσολογίας και Διευθύντρια του Εργαστηρίου Νεοελληνικών Διαλέκτων, κα Αγγελική Ράλλη.

Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο του κ. Παναγιώτη Κριμπά, το οποίο δημοσιεύεται με την άδεια τόσο του ίδιου, όσο και του εκδότη.


1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Λευκάδα ανήκει στην ιστορική/γεωπολιτισμική οντότητα των Επτανήσων. Ωστόσο, στη βιβλιογραφία αποφεύγεται η εξέταση της γεωγραφικής γλωσσικής ποικιλίας της από κοινού με αυτές των άλλων νησιών των Επτανήσων.1 Το σχετικό επιχείρημα είναι ότι, λόγω του ημιβόρειου2 – ενίοτε αναφερόμενου και ως βόρειου –3 φωνηεντισμού της, η Λευκαδίτικη σχετίζεται στενότερα με γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες εκτός Επτανήσων, όπως της Βόρειας Ελλάδας,4 της Ηπείρου, της Αιτωλοακαρνανίας5 ή, γενικότερα, της Στερεάς Ελλάδας.6 Με άλλα λόγια, από τις οικείες διατυπώσεις προκύπτει ότι η Λευκαδίτικη, ρητά ή σιωπηρά, εξαιρείται ως έννοια είδους από τον εκτατικό ορισμό της Επτανησιακής8 ως έννοιας γένους.

Τα τυπικά όρια μεταξύ γλώσσας, διαλέκτου και ιδιώματος δεν είναι γενικά σαφή ή μετρήσιμα, γι’ αυτό και ο όρος «διάλεκτος» τείνει σήμερα να επικρατήσει για την κατασήμανση της έννοιας της γεωγραφικής γλωσσικής ποικιλίας.9 Ανεξάρτητα, ωστόσο, από ζητήματα ορολογίας, η υπαγωγή δεδομένης γεωγραφικής γλωσσικής ποικιλίας σε ευρύτερες κατηγορίες εξαρτάται συχνά από τα ισόγλωσσα που –ενίοτε υποκειμενικά– επιστρατεύονται ως διακριτικά χαρακτηριστικά για έναν εντατικό ορισμό της έννοιάς της.10 Προσπαθώντας να αποφύγει τέτοιες υποκειμενικές θεωρήσεις, η παρούσα συμβολή αποσκοπεί στο να δείξει ότι, τελικά, η Λευκαδίτικη υπάγεται στην Επτανησιακή.11

Βάσει της αντιθετικής μεθόδου (contrastive method, Zgusta 1971: 205), ένα γλωσσικό χαρακτηριστικό θεωρείται ανεπίσημο/διαλεκτικό με αφετηρία αντίστοιχο χαρακτηριστικό ενός γλωσσικού προτύπου (language standard) ή μιας πρότυπης γλώσσας (standard language)12 που θεωρείται κατά τεκμήριο επίσημο/πρότυπο. Μειονεκτήματα της μεθόδου είναι η παράβλεψη όσων γνωρισμάτων της υπό εξέταση γεωγραφικής γλωσσικής ποικιλίας ταυτίζονται με τα αντίστοιχα της θεωρούμενης ως πρότυπης/επίσημης13 και, κατά τη γνώμη μου, ο ετεροχρονισμός στη σύγκριση μεταξύ μιας εκλιπούσας ή υποχωρούσας γεωγραφικής γλωσσικής ποικιλίας,14 νοούμενης διαχρονικά, και μιας πρότυπης κοινής, νοούμενης συγχρονικά. Ωστόσο, σε συνοπτικές παρουσιάσεις η αντιθετική μέ- θοδος είναι επαρκής, γι’ αυτό η Λευκαδίτικη θα περιγραφεί σε αντίθεση με την Κοινή Νεοελληνική (στο εξής ΝΕΚ) στο φωνολογικό και στο μορφολογικό επίπεδο, καθώς και στο λεξιλόγιο.15
Λόγω σύγκρισης γεωγραφικής γλωσσικής ποικιλίας της ίδιας γλώσσας, με την αντιθετική μέθοδο συνδυάζεται, όπου κρίνεται απαραίτητο, και η μικροσυγκριτική μέθοδος (micro-comparative method) (Kayne 2005: 280) μεταξύ Λευκαδίτικης και λοιπών επτανησιακών γεωγραφικών γλωσσικών ποικιλιών, ώστε να προσδιοριστεί ο χαρακτήρας της Λευκαδίτικης ως προς τις (άλλες) επτανησιακές ποικιλίες, συγκεκριμένα την Κεφαλληνιακή/Ιθακήσια, την Κερκυραϊκή/Παξινή/Διαποντιακή, τη Ζακυνθινή και την Κυθηραϊκή/ Αντικυθηραϊκή.16

2. ΑΝΤΙΘΕΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΗΣ

Στη συνέχεια εξετάζονται, με βάση τις προαναφερθείσες μεθόδους, τα βασικά χαρακτηριστικά της Λευκαδίτικης που τη διαφοροποιούν από τη ΝΕΚ και/ή από τις άλλες γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες των Επτανήσων. Επειδή οι πελοποννησιακές και οι επτανησιακές γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες αποτελούν τη βάση της ΝΕΚ κατά την κρατούσα άποψη,17 οι ομοιότητές τους με την τελευταία οδήγησαν σε ανεπαρκή μελέτη τους,18 με τη Λευκαδίτικη να έχει μελετηθεί λιγότερο από όλες, εν μέρει και λόγω της «αμφισβητούμενης» θέσης της.

2.1 Φωνολογία

Στο φωνολογικό επίπεδο, τη λευκαδίτικη γεωγραφική γλωσσική ποικιλία διακρίνουν τα ακόλουθα
βασικά χαρακτηριστικά, σε σύγκριση με τη ΝΕΚ:

Ιδιαίτερος φραστικός επιτονισμός:19 παρόμοιοι επιτονισμοί, με κάποιες διαφορές ανά νησί και ανά περιοχή κάθε νησιού, παρατηρούνται παντού στα Επτάνησα.20 Τουλάχιστον στην κατάφαση, το κοινό στοιχείο τους, θεωρώ, εκδηλώνεται ως τάση ποικίλου βαθμού μακρότητας της συλλαβής που ακολουθεί την τονούμενη συλλαβή και ποικίλου βαθμού καταβιβασμού της τονικότητας προς την παύση.21

Φωνήεντα

(i) Ημιβόρειος φωνηεντισμός που εκδηλώνεται ως αποβολή ή συγκοπή των άτονων /i/ και /u/ σε τελικές και ενδιάμεσες συλλαβές, αντίστοιχα,22 ιδίως μεταξύ τριβόμενου και κλειστού, κλειστού και τριβόμενου, ή μεταξύ δύο τριβόμενων. Αυτό το χαρακτηριστικό διαφοροποιεί τη Λευκαδίτικη όχι μόνο από τη ΝΕΚ,23 αλλά και από τις (άλλες) επτανησιακές γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες, τις οποίες διακρίνει νότιος φωνηεντισμός.24 Ωστόσο, στοιχεία ημιβόρειου φωνηεντισμού απαντούν σποραδικά σε πανιόνια κλίμακα,25 ιδίως μεταξύ συριστικού και ουρανικού, αλλά και γενικότερα μεταξύ τριβόμενου και κλειστού, κλειστού και τριβόμενου, ή μεταξύ δύο τριβόμενων:

(1)
ΛΕΥΚ (α)π’θώνω ‘ακουμπώ, απιθώνω’ (< απιθώνω) (Κοντομίχης 2001: 52), κ’φο ‘ποντίκι’ (< κουφό) (Κοντομίχης 2001: 165), μπ’ζήθρα/μπιζήθρα26 ‘μυζήθρα’ (Κοντομίχης 2001: 165-166), πρήσκος ‘άγουρο σύκο’ (< *πρόσυκον με ανομοίωση των δύο /o/ και μετάπτωση στο αρσενικό γένος) (Κοντομίχης 2001: 268), σ’κομαΐδα ‘αποξηραμένη πάστα σύκου, συκομαΐδα’ (< σύκον + μαγίς) (Κοντομίχης 2001: 305)
Πβ. ΚΕΡΚ/ΚΕΦ/ΖΑΚ. απιθώνω (Πανταζάτος 2000: 32· Κονόμος 2003: 11· Κυριάκης 2008) ΖΑΚ κουφό ‘ποντίκι’ (Κονόμος 2003: 27) αλλά και
ΚΕΦ ζγός ‘ζυγός’ (Τσιτσέλης 2003 [1904]: 205), βούσκο ‘πρώιμο σύκο του Μαΐου’ (< βούσυκο, < βους + σύκον) (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 69), αλλά:
ΚΕΡΚ ρπίζω ‘πετάω [κάτι], ριπίζω’ (Κυριάκης 2008), ασκώνω (Κυριάκης 2008)
ΙΘΑΚ φτύλι [sic] ‘φιτίλι’ (Σιμήρης 2016: 68), συρπώνει ‘σουρουπώνει’ (Ραυτοπούλου 2012: 66)
ΖΑΚ λιόφτο ‘ελαιόδενδρο’ (< λιόφυτο) (Στράνη 2010: 123)
ΚΥΘ σ’κωταριά ‘συκωταριά’ (Κατσούδα 2016: 61)

(ii) Προσθήκη [e] στην κατάληξη ονοματικών και ρηματικών τύπων, κατ’ αρχήν συμφωνόληκτων στη ΝΕΚ, κυρίως όσων λήγουν σε [n] και, σπανιότερα, σε [s], χαρακτηριστικό πανιόνιο27 μορφοφωνολογικής φύσης:28

(2)
ΛΕΥΚ κουβελιώνε ‘κυψελών’ (Κοντομίχης 2001: 159), τον καψερόνε ‘τον καψερό’
(Κοντομίχης 2001: 138), ένανε ‘έναν’ (Γεωργάκης 2014)
Πβ. ΚΕΡΚ κοπελλώνε ‘κοπελλών’ (Κοντοσόπουλος 2001: 69)
ΚΕΦ αντρώνε (Μαγουλά & Μπέης 2012: 48)
ΚΥΘ αδερφιώ(νε)/αδε ρφιούνε ‘αδερφιών’ (Κατσούδα 2016: 105)

(iii) Aτελής συνίζηση του /i/,29 χαρακτηριστικό που δεν εντόπισα στη βιβλιογραφία. Αντίθετα, στη Ζάκυνθο και στα Κύθηρα30 επικρατεί ασυνιζησία από διατήρηση ή αναλογική επέκταση ή αποκατάσταση31 των ασυνίζητων /i/ και /e/,32 χαρακτηριστικό που απαντά μόνο υπολειμματικά στην Κεφαλονιά33 και στη Λευκάδα ενώ, κατά τον 16ο αιώνα, μαρτυρείται στην Κέρκυρα:34

(3)
ΛΕΥΚ χωριό [xo’rĭo]
Πβ. ΚΕΡΚ/ΚΕΦ/ΑΝΤΙΚΥΘ χωριό [xo’rjo], αλλά:
ΛΕΥΚ ξυλοκαρπία ‘ευφορία, σοδειά’ (Κοντομίχης 2001: 240), εξοδία ‘έξοδα’ (Κοντομίχης 2001: 101)
ΚΕΦ κολέος ‘κολιός’ (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 141), Πανταζαταίοι (< Πανταζάτος), Σιμωταίοι (< Σιμωτάς), Αντρίας (<Αντρέας),35 Μία Λάκκος (< Μέγας Λάκκος), αρία-αρία ‘αραιά’ (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 49), αφεντία ‘κυριότητα επί ακινήτου’ (< αυθεντία) (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 56), εμπολία ‘προσόψιο, μπόλια’ (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 96)
ΖΑΚ σκροπαίος36 ‘σκορπιός’ (Στράνη 2010: 131)
ΖΑΚ/ΚΥΘ φωτία (Κονόμος 2003: 58· Κατσούδα 2016: 105), αλλά:
ΑΝΤΙΚΥΘ φωθιά ‘φωτιά’ (Κατσούδα 2016: 47)

(iv) Eπένθεση του /i/ μεταξύ ποικίλων συμφωνικών ακολουθιών και, συχνότερα, μεταξύ τριβόμενου και κλειστού ή το αντίστροφο, χαρακτηριστικό πανιόνιο.37 Στην Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο απαντά συχνότερα επένθεση του /u/ σε ανάλογες περιπτώσεις:

(4)
ΛΕΥΚ σ(ι)τόμα ‘στόμα’, π(ι)λένω ‘πλένω’, σ(ι)κορδαλίδα ‘σκορδαλίδα’ (Κοντομίχης 2001: 15)
Πβ. ΚΕΡΚ περικούρα ‘εξουσιοδότηση’ (< ΙΤ percura) (Κυριάκης 2008)
ΙΘΑΚ πινίξω ‘πνίξω’ (Σιμήρης 2016: 65), μπιρίκι ‘μπρίκι’ (Ραυτοπούλου 2012: 66)
ΖΑΚ τσιπουργέλος ‘κοκκινολαίμης’ (ίσως < *σπουργ έλος < σπούργος) (Στράνη 2010: 131) ΚΥΘ αλιφάδι ‘αλφάδι’ (Κατσούδα 2016: 59), αλλά:
ΚΕΦ/ΖΑΚ βούλουκος ‘βούρκος’ (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 69· Στράνη 2010: 118), μπουρίκι ‘μπρίκι’ (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 218), τσακουμάκι ‘τσακμάκι’ (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 362-363)

(v) κράση του τελικού /u/ του αναφορικού που και της γενικής ενικού αρσενικού και ουδέτερου γένους της προσωπικής αντωνυμίας με το αρχικό /e/ ή /i/ (συχνά αύξησης) ακόλουθου ρήματος, με αποτέλεσμα /o/, χαρακτηριστικό σχεδόν πανιόνιο38 (δεν το εντόπισα στην κυθηραϊκή):

(5)
ΛΕΥΚ (και ΚΕΦ/ΖΑΚ/ΚΕΡΚ) μόδωσε, πόλαβες ‘μου έδωσε’, ‘που έλαβες’ (Φίλιππας 2009: 126· Κριμπάς 2018β), αλλά:
ΚΥΘ που είχε (Κατσούδα 2016: 122)

(vi) Σποραδική συντηρητική ή νεωτεριστική εμφάνιση του /o/ σε θέσεις όπου η ΝΕΚ εμφανίζει /u/, χαρακτηριστικό πανιόνιο:

(6)
ΛΕΥΚ κενόργια [sic] ‘καινούργια’ (Κοντομίχης 2001: 183), μποχός ‘μπουχός, σκόνη’ (Κοντομίχης 2001: 221)
Πβ. ΚΕΡΚ/ΚΕΦ/ΖΑΚ/ΚΥΘ ορά ‘ουρά’ (Πανταζάτος 2000: 190· Κυριάκης 2008· Στράνη 2010: 127· Κατσούδα 2016: 66)
ΚΕΡΚ/ΚΕΦ κορτίνα ‘κουρτίνα’ (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 152· Κυριάκης 2008)
ΚΕΦ κομπί ‘κουμπί’ (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 144), μποχός ‘μπουχός’ (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 219)
ΙΘΑΚ καινόργια (Σιμήρης 2016: 73)

(vii) Πρόταξη του /a/ (σπανιότερα του /e/) στην αρχική συλλαβή πολλών ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων που αρχίζουν από σύμφωνο, χαρακτηριστικό πανιόνιο:39

(7)
ΛΕΥΚ απαρατάω ‘παρατάω’ (Κοντομίχης 2001: 14)
Πβ. ΚΕΡΚ αναράιδα (Κυριάκης 2008)
ΚΕΦ απαρατάω (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 42)
ΖΑΚ ακαρτερώ (Κονόμος 2003: 8)
ΚΥΘ απλάτανος (Κατσούδα 2016: 58)

(viii) Συχνή, ενίοτε προαιρετική τροπή του /e/ και, σπανιότερα, του /i/ σε /o/ λόγω αφομοίωσης με επόμενο /o/ ή ανομοίωσης με επόμενα /e/, /i/, χαρακτηριστικό πανιόνιο:

(8)
ΛΕΥΚ γόμπι ‘έμπυο, πύον’ (Κοντομίχης 2001: 89)
Πβ. ΚΕΡΚ/ΚΕΦ/ΖΑΚ/ΚΥΘ ογρός ‘υγρός’ (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 248· Κυριάκης 2008· Στράνη 2010: 127· Κατσούδα 2016: 65)
ΚΕΡΚ ορνικός ‘ήρεμος’ (< ειρηνικός, με ανομοίωση) (Κυριάκης 2008)
ΚΕΦ όμπυο (Τσιτσέλης 2003 [1904]: 204)
ΖΑΚ ορπίδα ‘ελπίδα’ (Στράνη 2010: 127)
ΚΥΘ οχτρός ‘εχθρός’ (Κατσούδα 2016: 63)

(ix) Μεσοφωνηεντική αστάθεια και/ή σίγηση του /ɣ/, χαρακτηριστικό πανιόνιο,40 εντονότατο μάλιστα στην Ιθάκη.41 Αν και πολλά παραδείγματα του λεξικού του Κοντομίχη (2001: 100, 238 κ.α.) περιέχουν λέξεις που εμφανίζουν το χαρακτηριστικό, ο συγγραφέας το δι- ατηρεί στις λημματογραφημένες λέξεις:42

(9)
ΛΕΥΚ σφαή ‘αυχένας, σβέρκος’ (< σφαγή) (Κοντομίχης 2001: 238)
Πβ. ΚΕΡΚ αντρόυνο ‘αντρόγυνο’ (Κοντοσόπουλος 2001: 164)
ΚΕΦ σφαή (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 344)
ΖΑΚ ελέανε ‘λέγανε’ (Στράνη 2010: 65)
ΚΥΘ καλόη ‘εύφορη γη’ (< *καλόγη < καλο– + γη) (Κατσούδα 2016: 74)

Ημίφωνα

(i) Ανάπτυξη του [j] (Κοντομίχης 2001: 15) πριν ή μετά από /i/, χαρακτηριστικό σχεδόν πανιόνιο που απαντά και στα Κύθηρα43 και, σποραδικά, στην Κέρκυρα, την Ιθάκη και την Κεφαλονιά:44

(10)
ΛΕΥΚ η (γι)ώρα η καλή (Κοντομίχης 2001: 15), περβατά(γ)ει ‘περπατά’ (Κοντομίχης 2001: 15)
Πβ. ΚΕΡΚ η γι’ Ανατολή ‘η Ανατολή’ (Λουκάτος 2012: 326), δύγιο ‘δύο’ (Λουκάτος 2012: 324)
ΚΕΦ Παναΐγια, Μαρίγια ‘Παναγία, Μαρία’ (Τσιτσέλης 2003 [1904]:384)
ΙΘΑΚ Ιγιούδας ‘Ιούδας’ (Σιμήρης 2016: 66)
ΚΥΘ η (γι)ασημένια (Κατσούδα 2016: 73)

(ii) Εκκρουση45 του /i/ κατόπιν συριστικού, χαρακτηριστικό που η Λευκαδίτικη μοιράζεται, στο πλαίσιο της Επτανησιακής, κυρίως με την Ιθακήσια.46 Στη Ζάκυνθο την εντόπισα μόνο στις λέξεις σορ/σόρα ‘κύριος/κυρία’ < βεν siòr/siòra) (Κονόμος 2003: 49):

(11)
ΛΕΥΚ ξυλοδεσά ‘ξύλινος σκελετός σπιτιού’ (< ξυλοδεσιά) (Κοντομίχης 2001: 240), Καβαλισάνος ‘ο καταγόμενος από το χωριό Κάβαλ(λ)ος’ (Κοντομίχης 2001: 114)
Πβ. ΙΘΑΚ εκκλησά (Ραυτοπούλου 2012: 66), αλλά:
ΚΕΡΚ αμολαρησιά ‘ασυδοσία’ (Κυριάκης 2008)
ΚΕΦ χλωρασιά (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 387), ‘εύφορο έδαφος’, Ανωησιάνος ‘ο καταγόμενος από την Ανω[γ]ή, περιοχή του Δήμου Παλλικής’
ΖΑΚ βουρλισία ‘τρέλα’ (Στράνη 2010: 118)
ΚΥΘ ’σιοπεδώνω ‘ισοπεδώνω’ (Κατσούδα 2016: 61)

Σύμφωνα

(i) Ουρανικοποίηση των /l/ και /n/ πριν από φωνηεντικό /i/,47 η οποία εξακολουθεί μετά την αποβολή ή συγκοπή του. Το χαρακτηριστικό είναι πανιόνιο,48 με εξαίρεση μέρος της Κέρκυρας:

(12)
ΛΕΥΚ λ’βάδι [ʎ’vaði], αν’ξη [‘aɲksi] (Κοντομίχης 2001: 14)
Πβ. ΠΑΝΙΟΝ λιβάδι [ʎi’vaði], άνοιξη [‘aɲiksi]

(ii) Υπερωική άρθρωση του /l / (ως [ɫ], όπως π.χ. στη Δυτική Πελοπόννησο) όταν δεν ακολουθείται από /i/ (οπότε ουρανικοποιείται, όπως αναφέρθηκε αμέσως ανωτέρω).49 Ιδιάζουσα άρθρωση του /l/, αλλά διαφορετικής φύσης, απαντά σε πανιόνιο επίπεδο, ιδίως στην Κέρκυρα.50 Παντού στα Επτάνησα, με εξαίρεση τη Λευκάδα και τα Κύθηρα, εκδηλώνεται, κατά τη γνώμη μου, ως εντονότερα ακρογλωσσική –ως προς τη ΝΕΚ– φατνιακή προφορά του /l/ (τ.έ. ως [l]), οφειλόμενη ίσως σε κάποιου βαθμού επίδραση της ημιφωνικής πραγμάτωσης του ενετικού /l/ (που σήμερα γράφεται ł) ως [ɰ] ή [ĕ].51 Στην Κέρκυρα, οι γηραιότεροι πραγματώνουν το /l/ σχεδόν ως [ʎ] (τ.έ. ουρανικοποιημένο) ανεξαρτήτως φωνητικού περιβάλλοντος:

(13)
ΛΕΥΚ έλα [‘eɫa], αλλά:
ΚΕΡΚ.ΚΕΦ/ΖΑΚ [‘ela] (παλαιότερα, κερκ [‘eʎa]),
ΚΥΘ [‘ela]

(iii) Αποηχηροποίηση του /r/ πριν από άηχα σύμφωνα (τ.έ. πραγματώνεται ως [r], όπως το ουαλ rh ή το ισλ hr), λόγω προληπτικής αφομοίωσης, χαρακτηριστικό πανιόνιο52 που δεν εντόπισα στη βιβλιογραφία. Ωστόσο, παρότι στις άλλες γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες των Επτανήσων το χαρακτηριστικό είναι καθολικό, στη Λευκαδίτικη το /r/ δεν αποηχηροποιείται όταν η συμφωνική ακολουθία προκύπτει από αποβολή φωνήεντος:

(14)
ΛΕΥΚ (και ΠΑΝΙΟΝ) πόρτα [‘porta], αλλά:
ΝΕΚ [‘porta],
ΛΕΥΚ περ’σσότερο [per’sotero]

(iv) Σπανίως, τροπή του /l/ σε /r/ πριν από σύμφωνο.53 Το χαρακτηριστικό είναι πανιόνιο και διατηρείται αρκετά καλά στη γλώσσα της υπαίθρου στην Κεφαλληνιακή, τη Ζακυνθινή και την Κυθηραϊκή, αλλά άρχισε να υποχωρεί σχετικά νωρίς στην Κερκυραϊκή (όπου ίσως επιδρά αποκαταστατικά ή συντηρητικά και η ιδιάζουσα προφορά του /l/) και στην Ιθακήσια,54 όπου επιβιώνει μόνο στο λόγο παλαιότερων ομιλητών της υπαίθρου. Φαίνεται ότι στη Λευκαδίτικη είναι πια απλώς υπολειμματικό:

(15)
ΛΕΥΚ βάρσαμος ‘βαλσαμόχορτο, Hypericum perforatum’ (Κοντομίχης 2001: 68), γκόλφι και γκόρφι ‘τιμαλφές’ (< εγκόλπιον) (Κοντομίχης 2001: 88), αλλά βούλκος ‘βούρκος’ (Κοντομίχης 2001: 385)
Πβ. ΚΕΡΚ κορπίρω ‘παθαίνω αποπληξία’ (< ΙΤ colpire) (Κυριάκης 2008)
ΚΕΦ/ΖΑΛ/ΚΥΘ ορπίδα ‘ελπίδα’ (Πανταζάτος 2000: 191· Στράνη 2010: 127· Κατσούδα 2016: 78)

(v) Διατήρηση ή αποκατάσταση, μετά από /f/, /r/ (που τότε πραγματώνεται ως [r]) και /s/, του αττικού κλειστού (όχι όμως και του δασέος) χαρακτήρα μη χειλικών άηχων συμφώνων (που έχουν τραπεί σε τριβόμενα στη ΝΕΚ), χαρακτηριστικό πανιόνιο:

(16)
ΛΕΥΚ μερτσίνα ‘μυρσίνη’ (Κοντομίχης 2001: 199), όρτη ‘η ορθή όψη του υφάσματος, η «όψια»’ (Κοντομίχης 2001: 243-244), ήρτε ‘ήρθε’ (Κοντομίχης 2001: 359), σκέσ’ ‘σχέση’ (Βαγενάς 2014: 228), φκήσου ‘ευχήσου’ (Γεωργάκης 2018: 1)
Πβ. ΚΕΡΚ θα ’ρτει ‘θα έρθει/θα ’ρθει/θα ’ρθεί’ (Λουκάτος 2012: 272)
ΚΕΦ μερ(τ)σίνα (Τσιτσέλης 2003 [1904]: 324), έρκομαι (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 87)
ΖΑΚ άρτηκας ‘νάρθηκας ναού’ (Κονόμος 2003: 12)
ΚΥΘ ορτόστητος ‘ορθόστητος’ (Κατσούδα 2016: 80)

(vi) Σποραδική μετάθεση του /r/ από μετασυμφωνική θέση στη β ́ συλλαβή σε μετασυμφωνική θέση στην α ́ συλλαβή, σε λέξεις με την ακολουθία CVC + /r/, χαρακτηριστικό πανιόνιο:55

(17)
ΛΕΥΚ τράφος ‘τάφρος’ (Κοντομίχης 2001: 315)
Πβ. ΚΕΦ κροπιά ‘κοπριά’ (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 164) πρικός ‘πικρός’ (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 287)
ΖΑΚ κροπία ‘κοπριά’ (Κονόμος 2003: 27)
ΚΕΡΚ/ΚΥΘ πρικαλίδα ‘πικραλίδα’ (Κυριάκης 2008· Κατσούδα 2016: 81)

2.2 Μορφολογία

Στο μορφολογικό επίπεδο, τη λευκαδίτικη γεωγραφική γλωσσική ποικιλία διακρίνουν τα ακόλουθα βασικά χαρακτηριστικά, σε σύγκριση με τη ΝΕΚ:

Ονοματικοί τύποι

(i) Πλάγιες πτώσεις οριστικού άρθρου, κτητικής και άτονης προσωπικής αντωνυμίας γ ́ προσώπου που αρχίζουν από [ts] και, κατά κανόνα, αποβάλλουν το τελικό τους φωνήεν όχι μόνο πριν από φωνήεν, αλλά –λόγω ημιβόρειου φωνηεντισμού– και πριν από (συνήθως τριβόμενο) σύμφωνο (καθώς το οικείο φωνήεν, για λόγους συνεκφώνησης ή έγκλισης του τόνου, είναι κανονικά άτονο), πλην περιπτώσεων εξαιρετικά δυσπρόφερτων συμφωνικών ακολουθιών. Το χαρακτηριστικό είναι πανιόνιο,56 με τη διαφορά ότι, στις άλλες γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες των Επτανήσων, το τελικό φωνήεν των οικείων τύπων αποβάλλεται μόνο πριν από φωνήεν.57 Στη Λευκάδα οι οικείοι τύποι έχουν τη μορφή τση ‘της’, τσι ‘τις/τες’ και τσου ‘τους/των’ ή, με αποβολή τελικού φωνήεντος, τσ’ ‘της, τις, τους’:58

(18)
ΛΕΥΚ τς γιδός ‘της γίδας’ (Κοντομίχης 2001: 15), η αφεντιά τσου ‘η αφεντιά τους’ (Γεωργάκης 2014), κάτ’ δ’λειές που τ’ς έχω στ’ μέση (ομοίως), ούλες τσι χρονιές (ομοίως), Έτσ’ τα ’βραμε απ’ τσου παλιότερους (ομοίως)

(ii) Σποραδική διατήρηση, αναλογική αποκατάσταση ή επέκταση γενικής ενικού γ ́ κλί- σης σε –ός, κυρίως σε θηλυκά, σπάνια και σε αρσενικά ουσιαστικά, η δε κατάληξη φέρει πάντα τον τόνο.59 Το χαρακτηριστικό είναι πανιόνιο:60

(19)
ΛΕΥΚ γιδός ‘γίδας’, μανός ‘μάνας’ (Κοντομίχης 2001: 15)
Πβ. ΚΕΡΚ/ΚΕΦ κοπε(λ)λός (Κοντοσόπουλος 2012: 55, Μαγουλά & Μπέης 2012: 49· Κατσούδα 2016: 46, 99)
ΚΕΦ αdρός, αφεντός (Γιακουμάκη 2012: 174, 175)
ΖΑΚ το κορμί της Γυναικός61
ΚΕΦ/ΚΥΘ γυναικός (Γιακουμάκη 2012: 174· Μαγουλά & Μπέης 2012: 49· Κατσούδα 2016: 46, 99)

(iii) Ατελής ενσωμάτωση δάνειων ονοματικών (αρσενικών και ουδέτερων) και επιρρηματικών μορφολογικών κατηγοριών που δεν υπάρχουν στη ΝΕΚ62 και λήγουν, αντίστοιχα, σε άτονο -ε(ς) και –ε, που ανάγονται σε αντίστοιχους βενετικούς και ιταλικούς τύπους, χαρακτηριστικό πανιόνιο:

(20)
ΛΕΥΚ λαμπάντες (ο) ‘διαυγής’ (< ΒΕΝ lampànte, ιτ lampante) (Κοντομίχης 2001: 175), βαραμέντε/βεραμέντε ‘αλήθεια, πράγματι’ (< ΒΕΝ/ΙΤ veramente) (Κοντομίχης 2001: 67)
Πβ. ΚΕΡΚ νιοράντες ‘επιδειξιομανής, ακαλλιέργητος’ (< ΒΕΝ gnorànte) (Κυριάκης 2008) ΚΕΦ ονόρε (το) ‘τιμή, φιλότιμο’ (< ΙΤ onore) (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 250), νόμπιλε ‘ευγενής’ (< ΒΕΝ nòbile, ιτ nobile) (Κυριάκης 2008)
ΚΕΡΚ.ΚΕΦ/ΖΑΚ/ΚΥΘ βεραμέντε ‘αληθινά, πράγματι’ (< ΒΕΝ/ΙΤ veramente) (Κοντομίχης 2001: 67· Κονόμος 2003: 15· Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 64· Κυριάκης 2008· Κατσούδα 2016: 154)

(iv) Ευρύτατη χρήση δάνειων ή εγχώριων δεσμευμένων μορφημάτων σπάνιων ή λόγιων, αντίστοιχα, στη ΝΕΚ, χαρακτηριστικό πανιόνιο:63

(21)
ΛΕΥΚ γατσούλι (Κοντομίχης 2001: 80), γαδίνι και (μεγεθ.) γαδίνα ‘σουπιέρα, λεκάνη’ (< ΛΕΥΚ γάδος ‘κάδος’) (Κοντομίχης 2001: 79), Καλαμίτσι (ΤΟΠΩΝ), κοπανέ(λ)λι ‘εργαλείο για κέντημα’ (< κόπανος) (Κοντομίχης 2001: 155), κοπελούδι ‘αγριολάχανο’ (Κοντομίχης 2001: 155), σκαλούνι ‘σκαλοπάτι’ (< σκάλα < ΛΑΤ scala + –ούνι < ΒΕΝ –òn και όχι απευθείας από ΒΕΝ scalòn ‘μεγάλη σκάλα’) (Κοντομίχης 2001: 287), σκαλτσούνι ‘αντρική κάλτσα’ (< σκάλτσα < ΙΤ calcia + –ούνι < ΒΕΝ –òn) (Κοντομίχης 2001: 287), γυνατόζος [sic] ‘πεισματάρης’ (< ΤΟΥΡΚ inat + –όζος/α/ικο < ΒΕΝ -òsο/a, ΙΤ -osο/a) (Κοντομίχης 2001: 395), τραχηλάτα, κοιλάτα ‘με μεγάλο τράχηλο’, ‘με μεγάλη κοιλιά’ < τράχηλος/κοιλιά + ΛΑΤ -atus/a/um),64 γλοζίρω ‘ορέγομαι’ (< ΒΕΝ golòsο + -ίρω < ΒΕΝ -ir) (Κοντομίχης 2001: 88), κερατωσά ‘το μέρος του σφαγίου γύρω από τα κέρατα’ (Κοντομίχης 2001: 140), έγκαψη ‘πόθος, φαγούρα, φλόγωση’ (< εγκαίω) (Κοντομίχης 2001: 100), πύρωμα ‘κάψιμο, έγκαυμα’ (Κοντομίχης 2001: 272), Τσουκαλάδες (ΤΟΠΩΝ), Μαραθιάς (ΤΟΠΩΝ), Σπαρτιάς (ΤΟΠΩΝ)

(v) Ευρεία χρήση στερητικών επιθέτων σε –γος,65 χαρακτηριστικό πανιόνιο:

(22)
ΛΕΥΚ αξάγκλιγος/αξάγγλιγος ‘αχτένιστος, με μπλεγμένα μαλλιά’ (< ξαγγλίζω/ ξαγκλίζω/ξαγγλάω/ξαγκλάω ‘χτενίζω, ξεμπλέκω τα μαλλιά’) (Κοντομίχης 2001: 50)
Πβ. ΚΕΡΚ ανεσύσταγος ‘ανοικοκύρευτος’ (Κυριάκης 2008)
ΚΕΦ/ΖΑΚ αξάγκλιγος/αξάγγλιγος (Κονόμος 2003: 11· Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 41)
ΚΥΘ ακούνηγος ‘ακίνητος’ (Κατσούδα 2016: 190)

Ρηματικοί τύποι

(i) Διατήρηση και αναλογική επέκταση εξωτερικής συλλαβικής αύξησης σε ολόκληρο το κλιτικό παράδειγμα οριστικής παρατατικού και αορίστου (τ.έ. και σε άτονες θέσεις, ακόμη και σε σύνθετα ρήματα), ενίοτε με τη μορφή η- αντί ε-,66 χαρακτηριστικό πανιόνιο:67

(23)
ΛΕΥΚ (και ΠΑΝΙΟΝ) επάντρεψα, ήλε(γ)α (Κοντομίχης 2001: 248, 15)
Πβ. ΚΕΡΚ εκάναμε, επηγαίναμε (Αυλωνίτη 2006: 68)
ΚΕΦ/ΚΕΡΚ/ΚΥΘ (και ΖΑΚ) ήπρεπε (Κοντοσόπουλος 2012: 54)
ΖΑΚ εξαστόχησα ‘ξέχασα’ (< ξαστοχάω) (Στράνη 2010: 65)
ΚΥΘ επαράβγαινα (Κατσούδα 2016: 141)

(ii) Δευτερογενής σχηματισμός ασυναίρετης κατάληξης –άω σε ρήματα που ιστορικά ανάγονται στα αρχαιοελληνικά συνηρημένα α ́ τάξης και επέκτασή της σε ρήματα που ανάγονται σε αντίστοιχα ρήματα β ́ τάξης ή στη θέση του μορφήματος –ίζω (και το αντίστροφο), χαρακτηριστικό πανιόνιο. Γενικότερα, πάντως, στα Επτάνησα διατηρούνται συνηρημένα περισσότερα ρήματα που ιστορικά ανάγονται σε συνηρημένα β ́ τάξης απ’ ό,τι στη ΝΕΚ, στα δε Κύθηρα διατηρείται πληρέστερα η ιστορική διάκριση μεταξύ α ́ και β ́ τάξης συνηρημένων ρημάτων.68 Στην Κέρκυρα συνηρημένοι τύποι μαρτυρούνται ιστορικά:69

(24)
ΛΕΥΚ αλυχτάω ‘γαυγίζω’ (< υλακτέω-ώ) (Κοντομίχης 2001: 38), βαρώ/βαρείς ‘βα- ράω/-άς’ κ.λπ. (Κοντομίχης 2001: 68)
Πβ. ΚΕΡΚ προβοδάω ‘ξεπροβοδίζω’ (Κυριάκης 2008)
ΚΕΦ αλυχτάω (Πανταζάτος 2000: 20), μιλεί70
ΚΥΘ μιλώ/μιλείς κ.λπ. (Κατσούδα 2016: 139)

(iii) Κατάληξη α ́ πληθυντικού προσώπου ενεστώτα και σε –ομε. Εντός Επτανήσων, το χαρακτηριστικό απαντά στα Κύθηρα και, σποραδικά, στην Ιθάκη:71

(25)
ΛΕΥΚ κάμομε ‘κάνουμε’ (Κοντομίχης 2001: 116)
Πβ. ΙΘΑΚ δένο(υ)με ‘δένουμε’ (Σιμήρης 2016: 109)72
ΚΥΘ έχομε ‘έχουμε’ (Κατσούδα 2016: 135), αλλά:
ΚΕΡΚ/ΚΕΦ/ΖΑΚ έχουμε ‘έχουμε’ (Κριμπάς 2018β)

(iv) Σχηματισμός του παρατατικού μόνο με το ένθημα -(γ)- (τ.έ. –γα, -γες, -γε κ.λπ.), το οποίο συχνά σιγάται λόγω της μεσοφωνηεντικής του θέσης, χαρακτηριστικό σχεδόν πανιόνιο:73

(26)
ΛΕΥΚ εμπόρα(γ)α ‘μπορούσα’, προσδόκαα ‘προσδοκούσα’74
Πβ. ΚΕΦ εφορήγετε ‘φορούσατε’ (Μαγουλά & Μπέης 2012: 49)
ΙΘΑΚ ετήραα ‘κοιτούσα’ (< τηράω) (Ραυτοπούλου 2012: 64)
ΖΑΚ εστραβοτήραες (Στράνη 2010: 52)

(v) Σποραδική παρουσία αορίστων σε –κα (αντί σε –σα), χαρακτηριστικό πανιόνιο,75 ιδίως στην κερκυραϊκή ύπαιθρο:

(27)
ΛΕΥΚ έδωκε ‘έδωσε’ (Κοντομίχης 2001: 381)
Πβ. ΚΕΡΚ πιθώκω ‘ακουμπήσω «πιθώσω», «απιθώσω»’ (Κυριάκης 2008), έπιακε ‘έπιασε’ (Λουκάτος 2012: 372)
ΙΘΑΚ (και ΚΕΦ) έδωκα (Ραυτοπούλου 2012: 65)
ΖΑΚ έδωκα76
ΚΥΘ έδωκα, εγίνηκα (Κατσούδα 2016: 144)

Επιρρηματικοί τύποι

(i) Παρουσία πολυάριθμων γενικοφανών επιρρημάτων σε -ίς και –ου/-ού, χαρακτηριστικό πανιόνιο:

(28)
ΛΕΥΚ μ’σοκαμπίς ‘στη μέση του κάμπου’ (Κοντομίχης 2001: 201), εδαυτού ‘εδώ ακριβώς’ (Κοντομίχης 2001: 100), απίκου ‘σε ετοιμότητα’ (< ΒΕΝ apico) (Κοντομίχης 2001: 52), μονοτάρου ‘με μιας’ (< μονός + τάρα;) (Κοντομίχης 2001: 205)
Πβ. ΚΕΡΚ απίκου (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 43· Κυριάκης 2008) ΚΕΦ μονοτάρου ‘ξαφνικά’ (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 199), κατακαμπής77 ‘στη μέση του κάμπου’ (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 131), εδεφτού [sic] ‘εκεί’ (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 93)
ΖΑΚ απέττο/απέττου ‘κατάστηθα’ (< ΙΤ a petto) (Κονόμος 2003: 11)
ΚΥΘ αbονορού ‘ενωρίς’ (< ΒΕΝ abonòra) (Κατσούδα 2016: 152)

(ii) Ευρεία χρήση του επιρρηματικού μορφήματος -θε(νε/ς), χαρακτηριστικό πανιόνιο:

(29)
ΛΕΥΚ πούθε ‘από πού’ (< πόθεν) (Πανταζάτος 2000: 210· Κοντομίχης 2001: 267)
Πβ. ΚΕΡΚ παλαιούθε ‘από παλιά’ (< παλαιόθεν) (Κυριάκης 2008), στην Κέρκυρα είναι συχνή και η μορφή -θιό(ς), π.χ. οξοθιός [sic] ‘δήθεν’ (< έξωθεν) (Κυριάκης 2008), αποκατωθιό ‘από κάτω’ (< από + κάτωθεν) (Κοντοσόπουλος 2001: 70), η οποία σώζεται και στη Λευκάδα π.χ. στη λέξη ξωθιός ‘έξω από (σε ευχές)’ (Κοντομίχης 2001: 241)
ΚΕΦ πούθε (Πανταζάτος 2000: 210), εδεπάθενε ‘από εδώ ακριβώς’ (< εδώ + επά- νω + -θεν) (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου: 93)
ΖΑΚ όθενες, όξωθες ‘όπου, απ’ έξω’ (< όθεν, έξωθεν) (Στράνη 2010: 127)

(iii) Eυρεία χρήση των δεικτικών δεσμευμένων μορφημάτων εδ-/έδ- (< εδώ) και /έν- (< έναι) και παραγώγων του με δεικτικές αντωνυμίες και επιρρήματα, χαρακτηριστικό πανιόνιο:

(30)
ΛΕΥΚ εδεπά ‘εδώ ακριβώς’ (< εδώ επάνω) (Κοντομίχης 2001: 100), έντηνε ‘νά
’τη’ (< έναι ’την) (Κοντομίχης 2001: 101)
Πβ. ΚΕΡΚ έτο ‘να ’το’ (< εδώ ’το ή πανιόνιο δεικτικό επιφώνημα ε! + ’το) (Κυριάκης 2008) ΚΕΦ/ΖΑΚ έδεπα/εδεπά (Κονόμος 2003: 19· Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου- Τζουγανάτου 2004: 93), έντηνε (Κονόμος 2003: 20· Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 96) ΚΥΘ έdoσε/έdος ‘να ’τος (Κατσούδα 2016: 160)

2.3 Λεξιλόγιο

Στο λεξιλογικό επίπεδο, τη λευκαδίτικη γεωγραφική γλωσσική ποικιλία διακρίνουν τα ακόλουθα βασικά χαρακτηριστικά, σε σύγκριση με τη ΝΕΚ:

(i) Ιδιαίτερο γηγενές (συχνά αρχαϊκό), δάνειο –κυρίως βενετικό, ιταλικό, τουρκικό, σλαβικό, αλβανικό– ή μικτό λεξιλόγιο. Όσον αφορά το ελληνικό και ρομανικό (βενετικό, ιταλικό) λεξιλόγιο, αποτελείται κυρίως από λεξήματα πανιόνιας ή σχεδόν πανιόνιας διάδοσης και πλησιάζει περισσότερο το κεφαλληνιακό-ιθακήσιο και το ζακυνθινό λεξιλόγιο,78 και λιγότερο το κερκυραϊκό ή το κυθηραϊκό. Πολλά τέτοια λεξήματα αναφέρθηκαν ήδη στη συζήτηση που προηγήθηκε. Όπως σε όλα τα Επτάνησα, το ρομανικό λεξιλόγιο ενσωματώθηκε κατά τη μακρόχρονη ενετική διοίκηση,79 το δε τουρκικό λεξιλόγιο εισήχθη στη Λευκάδα κυρίως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1479-1684).80 Στις άλλες ποικιλίες των Επτανήσων παρατηρείται –παραδοσιακά τουλάχιστον– ένας ανεπαίσθητος βαθμός τουρκικής επίδρασης81 λόγω επίδρασης άλλων νεοελληνικών γλωσσικών ποικιλιών και, πιο πρόσφατα, της ΝΕΚ82 ενώ, στην Κυθηραϊκή, εισήχθησαν αρκετά τουρκικά δάνεια από μικρασιάτες πρόσφυγες:83

(31) Τουρκικού ετύμου

ΛΕΥΚ γινάτι ‘πείσμα’ (< ΤΟΥΡΚ inat) (Κοντομίχης 2001: 85), μπεζερίζω/μπεζεριά- ζω ‘βαριέμαι’ (< ΤΟΥΡΚ θέμα bezer- < bezmek) (Κοντομίχης 2001: 215), μ’στερής ‘επισκέπτης, πελάτης’ (< ΤΟΥΡΚ müşteri) (Κοντομίχης 2001: 209), ντέρτι ‘καη- μός’ (< ΤΟΥΡΚ dert) (Κοντομίχης 2001: 227)

(32) Ρομανικού ετύμου

λαμπάντες, βαραμέντε/βεραμέντε, νοβιτά ‘είδηση, νέο’ (< ΒΕΝ/ΙΤ novità) (Κοντομίχης 2001: 225), γλοζ’τά ‘όρεξη, λαιμαργία’ (<ΒΕΝ/ΙΤ golosità) (Κοντομίχης 2001: 88), τακουίνο ‘πορτοφόλι’ (< ΙΤ taccuino) (Κοντομίχης 2001: 309), τσαπόνι ‘μικρή τσάπα’ (< ΒΕΝ zapòn) (Κοντομίχης 2001: 320), γ’λόζος/γουλόζος ‘καλοφαγάς’ (< ΒΕΝ golòsο) (Κοντομίχης 2001: 88), αφάνος ‘δυσφορία’ (< ΒΕΝ afàno) (Κοντομίχης 2001: 154), δετόρος ‘γιατρός’ (< ΒΕΝ dotòr/ΙΤ dottore) (Κοντομίχης 2001: 96), δεσενιάρω ‘υπογράφω’ (< ΒΕΝ dessegnar) (Κοντομίχης 2001: 96), γο(υ)δέρω ‘απολαμβάνω, καρπώνομαι’ (< ΙΤ godere) (Κοντομίχης 2001: 89), γρέντζος ‘τραχύς’ (< ΒΕΝ grezo) (Κοντομίχης 2001: 92), απλάδενα84 ‘ρηχή πια- τέλα’ (< ΒΕΝ piàdenaμε παρετυμολογία του απλύς ‘ρηχός’) (Κοντομίχης 2001: 52), παρταμέντο ‘διαμέρισμα’ (< ΙΤ appartamento) (Κοντομίχης 2001: 252), παρτέντζα ‘αναχώρηση’ (< ΙΤ partenza) (Κοντομίχης 2001: 252), παρτίρω ‘αναχωρώ’ (< ΙΤ partire) (Κοντομίχης 2001: 252), βαδιμόνιο ‘καταμέτρηση περιουσίας’ (< ΒΕΝ vadimonio) (Κοντομίχης 2001: 66), βέκιος ‘γέρος, παλαιός’ (< ΙΤ vecchio) (Κοντομίχης 2001: 70)

(33) Ελληνικού ή μικτού ετύμου (συχνά αρχαίας ή μεσαιωνικής αρχής)

ΛΕΥΚ αγκωνή ‘γωνία’ (< ΑΡΧ ἀγκών) (Κοντομίχης 2001: 24), ναίσκε ‘ναι’ (< ναι + σου + και ή γε😉 (Κοντομίχης 2001: 224), όισκε ‘όχι’ (< όχι + σου + και ή γε😉 (Κοντομίχης 2001: 242), ποιγήσω (μόνο στη φράση τι να κάμω και τι να ποιγήσω) (< ΑΡΧ ΜΕΛΛ ποιήσω < ΕΝ ποιῶ), στρέω, αορ έστρεξα ‘συγκατατίθεμαι, θέλω, βγαίνω σε καλό, επαληθεύομαι’ (< ΑΡΧ στέργω, ΑΟΡ ἔστερξα) (Κοντομίχης 2001: 302), φ’ντάκι ‘κατακάθι του καφέ’ (< φούντο < ΒΕΝ/ΙΤ fondo+ –άκι) (Κοντομίχης 2001: 335), λαμπάζω ‘θαμπώνω’ (< ΜΤΓΝ λαμπάζω) (Κοντομίχης 2001: 176), ξέλεξη ‘απολογία, εξήγηση (νεότ.)’ (< ΑΡΧ εξέλεγξις < εξελέγχω) (Κοντομίχης 2001), ποστιάζω (Κοντομίχης 2001: 266) ‘τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο’ (<ΒΕΝ/ΙΤ posto+ –ιάζω), στελιάζω (Κοντομίχης 2001: 300) ‘βάνω το στελιάρι στο σιδερένιο εργαλείο, στηρίζω’ (< ΑΡΧ στελεός + –ιάζω), π.χ. «Στέλιασε το μηχανάκι κι έλα!».

(ii) Ιδιαίτερο γηγενές ή μικτό φρασεολόγιο, συνήθως πανιόνιας ή σχεδόν πανιόνιας διά- δοσης:

(34)
ΛΕΥΚ πάω αμόντε ‘καταστρέφομαι, χάνομαι’ (Κοντομίχης 2001: 40), κάμε κόντο ‘υπολόγισε, λογάριασε’ (Κοντομίχης 2001: 153), πούθε μπου; ‘από πού κι ως που;’ (Κοντομίχης 2001: 267)
Πβ. ΚΕΡΚ καμικόντο [sic] ‘κάπως έτσι’ (< κάμι κόντο) (Κυριάκης 2008), πουθεμπού (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 282)
ΚΕΡΚ/ΚΕΦ/ΖΑΚ πάω αμόντε (Κονόμος 2003: 9· Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 31· Κυριάκης 2008)
ΚΕΦ κάμε κόντο (Γασπαρινάτος & Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου 2004: 148)

3. ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ΤΩΝ ΕΠΤΑΝΗΣΩΝ

Από την προηγηθείσα ανάλυση, κατά την οποία εξετάστηκαν τριάντα τρία χαρακτηρι- στικά που διακρίνουν τη Λευκαδίτικη από τη ΝΕΚ και πάντα σε σύγκριση με τις άλλες γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες των Επτανήσων, προκύπτει η Λευκαδίτικη μοιράζεται με όλες ή ορισμένες τουλάχιστον είκοσι εννέα χαρακτηριστικά, ενώ διαφέρει από αυτές μόνο ως προς τέσσερα.

Συγκεκριμένα:

  1. τον συστηματικό ημιβόρειο φωνηεντισμό
  2. την ατελή συνίζηση
  3. το υπερωικό /l/, τ.έ. πραγμάτωση ως [ɫ] (εκτός αν ακολουθεί /i/)
  4. τις αισθητά περισσότερες τουρκικές λέξεις

Αυτές οι ιδιαιτερότητες, με εξαίρεση το υπερωικό /l/ που απαντά και στις –στενά συγγενικές των επτανησιακών– δυτικοπελοποννησιακές γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες, απαντούν και σε/στις άλλες επτανησιακές γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες, απλώς στη Λευκαδίτικη εμφανίζονται πληρέστερες, ενώ οι δύο πρώτες ίσως συνιστούν εκφάνσεις της αστάθειας του άτονου /i/. Κάθε επτανησιακή γεωγραφική γλωσσική ποικιλία εμφανίζει μικρό αριθμό γνωρισμάτων που την εξατομικεύουν από (τις) άλλες επτανησιακές.

Η Κεφαλληνιακή διακρίνεται κυρίως (α) για την τροπή σε ουρανικό τριβόμενο σύμφω- νο του ημίφωνου /i/ ως β ́ μέλους των διφθόγγων /ai/, /ei/, /oi/, συγκεκριμένα σε /ɣ/ όταν ακολουθούνται από τριβόμενο ηχηρό και σε /x/ όταν ακολουθούνται από άηχο τριβόμενο (που, μετά την τροπή του ημιφώνου σε /x/, εμφανίζεται αλλοφωνικά ως κλειστό), (β) για την παρουσία του /e/ ως τελικού φωνήεντος και στο α ́ ενικό πρόσωπο, (γ) για το γ ́ πληθυντικό μεσοπαθητικού παρατατικού σε –ντουνε,85 και (δ) για τη μεσοπαθητική προστακτική ενεστώτα (τ.έ. διαρκούς όψης) σε –σουνε.86

Η Ιθακήσια (στη βόρεια Ιθάκη) διακρίνεται κυρίως για το β ́ πληθυντικό πρόσωπο ενεργητικής φωνής σε -[i]τε87.

Η Ζακυνθινή κυρίως για τη συστηματική ασυνιζησία της88 και η Κερκυραϊκή-Παξινή-Διαποντιακή κυρίως (α) για τον τύπο τσου στη γενική πληθυντικού89 και (β) για τα αρσενικά επίθετα σε –έλικος.90

Η Παξινή διακρίνεται για το α ́ πληθυντικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα ενεργητικής φω- νής και το α ́ ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα μεσοπαθητικής φωνής σε –ομου91 και η Κυθηραϊκή92 κυρίως για (α) το ερωτηματικό είντα, (β) την ασυνιζησία,93 (γ) τον τσιτακισμό πριν από πρόσθια φωνήεντα και (δ) την επίταξη του αδύνατου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας.94

Ωστόσο, όλες μοιράζονται μεταξύ τους και με τη Λευκαδίτικη τα γενικά επτανησιακά (πανιόνια) γνωρίσματα95 που, ως μοναδικός συνδυασμός διακριτικών χαρακτηριστικών,96 τις διακρίνουν συλλήβδην όχι απλώς από το επίσημο επίπεδο ύφους της ΝΕΚ, αλλά και από το ανεπίσημο/δημώδες επίπεδο ύφους της, από το φάσμα πολυτυπίας της97 και από τις άλλες νεοελληνικές γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες.

Επομένως είναι κατ’ αρχάς νοητή μια ευρύτερη, επτανησιακή98 γεωγραφική γλωσσική ποικλία, γι’ αυτό και τείνω να μη συμμερίζομαι την άποψη ότι τέτοια «πανιδιωματικά» χαρακτηριστικά δεν μπορούν δήθεν να λειτουργήσουν ως δείκτες του επτανησιακού χαρακτήρα μιας γεωγραφικής γλωσσικής ποικιλίας,99 διότι αυτή τους η λειτουργία δεν πηγάζει από το αν ατομικά ή σε ποικίλους συνδυασμούς απαντούν και εκτός επτανησιακών γεωγραφικών γλωσσικών ποικιλιών, αλλά από τον συγκεκριμένο, μοναδικό συνδυασμό τους. Είναι, δηλαδή, σχετικά και όχι απόλυτα. Ασφαλώς, η παρουσία, έκταση ή έντασή τους χαρακτηρίζει ενίοτε συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, ενώ σήμερα πολλά εκλείπουν ή εξέλιπαν.100

4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Συνεπώς, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Λευκαδίτικης σε σύγκριση με τη ΝΕΚ και σε μικροσύγκριση με (τις) άλλες επτανησιακές γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες δεν δικαιολογούν την εξαίρεσή της από τις τελευταίες καθότι, στην πρώτη περίπτωση, αποτελούν μέρος όσων διαφοροποιούν συλλήβδην την Επτανησιακή από τη ΝΕΚ και, στη δεύτερη περίπτωση, δεν είναι άγνωστα σε άλλες επτανησιακές γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες. Άλλωστε, φαίνεται ότι ο ημιβόρειος φωνηεντισμός της Λευκαδίτικης δεν αντικατοπτρίζει ούτε καν παλαιότερο στάδιο διαλεκτικής διαφοροποίησης στα Επτάνησα, αλλά οφείλεται σε στεριανές επιδράσεις, υπόθεση που διατυπώνουν έμμεσα οι Καραντζόλα και Λαβίδας (2016: 147) και ρητά ο Κοντομίχης (2001: 12, 13, 16).101

Ο επίκτητος και όψιμος χαρακτήρας του ημιβόρειου φωνηεντισμού στα Επτάνησα υποδηλώνεται, αφε- νός, από το ότι η ουρανικοποίηση των /l/ και /n/ πριν από /i/, χαρακτηριστικό πανιόνιο, προηγήθηκε της αποβολής/συγκοπής του /i/, αφού εξακολουθεί και μετά από αυτή και, αφετέρου, από την ατελή διάδοση της συγκοπής στις άλλες επτανησιακές γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες. Επομένως, μάλλον πρόκειται για επιστρωματικό χαρακτηριστικό σε μια «επτανησιακή κοινή» με κοινά φωνολογικά, μορφολογικά και λεξιλογικά χαρακτη- ριστικά,102 που προέκυψαν, αφενός, από μια πιθανώς εξ αρχής κοινή διαλεκτική βάση και, αφετέρου, ενισχύθηκαν από τις ευνοϊκές συνθήκες επικοινωνίας κατά την ενετι- κή διοίκηση.103 Γι’ αυτούς και για παρόμοιους λόγους, διχοτομήσεις βάσει μοναδικού ισογλώσσου («είντα»/«τι», «νότιος»/«βόρειος» φωνηεντισμός) πρέπει να αντικατασταθούν από θεωρήσεις μοναδικού συνδυασμού χαρακτηριστικών.104

Σε αυτό το πνεύμα, η Λευκαδίτικη πρέπει να υπάγεται στην Επτανησιακή και να συνεξετάζεται με αυτή, ο δε «βόρειος/ημιβόρειος» φωνηεντισμός της να θεωρείται μέρος της ποικιλότητας της Επτανησιακής, όπως λ.χ. στην περίπτωση της φωνηεντικώς «νότιας» Απουλιακής, στην οποία υπάγονται και εκείνες του Μαρτινιάνου και της Στερνατίας παρά τον «βόρειο» φωνηεντισμό τους,105 στην περίπτωση του ενιαίου χαρακτήρα της Ιταλιωτικής παρά τις –συχνά έντονες– φωνολογικές, μορφολογικές και λεξιλογικές διαφορές μεταξύ Καλαβριακής και Απουλιακής,106 ή στην περίπτωση του «ηπειρώτικου μωσαϊκού»,107 που ο Trudgill (2003: 58-59) εντάσσει, μαζί με την Πελοποννησιακή/Επτανησιακή (πλην της Κυθηραϊκής/Αντικυθηραϊκής), στην «κεντρική» ομάδα νεοελληνικών γεωγραφικών γλωσσικών ποικιλιών.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Έτσι για παράδειγμα οι Κοντοσόπουλος (2001: 67), Ralli (2012: 114, 2014: 263), Μακρή et al. (2013: 63), Ράλλη (2014: 78), Φραγκοπούλου (2015: 226, 2017: 505), Σιμήρης (2016: 59-60), Κατσούδα (2016: 45). Ο Τζιτζιλής (2016: 446) εξαιρεί σιωπηρά τη Λευκαδίτικη από τις επτανησιακές ποικιλίες καθώς, στον πίνακα όπου κατατάσσει τις νεοελληνικές διαλέκτους κατά σειρά ομοιότητάς τους προς τη ΝΕΚ, θέτει αρνητικό πρόσημο «-» στα Επτάνησα ως προς την παρουσία βόρειου –άρα και ημιβόρειου, βλ. Τζιτζιλής (2016: 434, 441)– φωνηεντισμού. Αν θεωρούσε τα Λευκαδίτικα ποιοτικά επτανησιακή ποικιλία θα έθετε, με βάση τα σύμβολα που χρησιμοποιεί εκεί, το σύμβολο «-(+)», που θα υποδήλωνε ότι σε τουλάχιστον μία επτανησιακή γεωγραφική γλωσσική ποικιλία απαντά (ημι-)βόρειος φωνηεντισμός. Βλ. Καραντζόλα και Λαβίδας (2016: 130, 147), οι οποίοι επισημαίνουν τη διαφορετική σχετική αντιμετώπιση της Λευκαδίτικης.

2 Όπως τον χαρακτηρίζουν, για παράδειγμα, ο Ανδριώτης (1995: 114) ή ο Φίλιππας (2009: 125).

3 Όπως τον χαρακτηρίζουν, για παράδειγμα, οι Κοντοσόπουλος (2001: 67), Τσάκωνα (2006: 1), Ralli (2012: 433), Ράλλη (2014: 78), Φραγκοπούλου (2015: 226) και Σιμήρης (2016: 59). Ο Κοντομίχης (2001: 12) τον χαρακτηρίζει «βορειοελλαδίτικο».

4 Έτσι για παράδειγμα οι Ralli et al. (2015: 431).

5 Έτσι για παράδειγμα ο Κοντομίχης (2001: 12, 13, 16).

6 Έτσι για παράδειγμα ο Κοντοσόπουλος (2012: 53).

7 Για την έννοια του εκτατικού ορισμού βλ. ενδεικτικά Felber (1984: 163-164). Πβ. και Meyer et al. (1997: 104).

8 Συνήθως γίνεται λόγος για «ιδιώματα των Επτανήσων», έτσι για παράδειγμα η Κατσούδα (2016: 46), ή για «επτανησιακά ιδιώματα», έτσι για παράδειγμα ο Κοντοσόπουλος (2001: 67, 2012: 53), και όχι για «επτανησιακή γεωγραφική γλωσσική ποικιλία» με επιμέρους γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες σε κάθε νησί, νησιωτικό σύμπλεγμα ή περιοχή νησιού (πβ. Τσιντίλη-Βλησμά 1997: 133), όπως εκλαμβάνεται στην παρούσα συμβολή (βλ. ενότητες 3 και 4).

9 Βλ. για παράδειγμα Μακρή et al. (2013), Ράλλη (2014: 78) και Φραγκοπούλου (2017: 505), όπου η Επτανησιακή αποκαλείται «διάλεκτος», με την ευρεία έννοια του όρου. Για στοιχεία που θα μπορούσαν να συμβάλουν σε μια αδρή διάκριση μεταξύ «διαλέκτου» και «ιδιώματος» βλ. ενδεικτικά Ανδριώτης (1995: 113) και Μυτούλα (2006: 1).

10 Πβ. Καψωμένος (1985: 53-56, 63). Για την έννοια του εντατικού ορισμού βλ. ενδεικτικά Felber (1984: 160-163).

11 Παρόμοια άποψη εκφράζει και ο Φίλιππας (2009: 125), όταν επισημαίνει ορθά ότι «το λευκαδίτικο ιδίωμα ακολουθεί μεν τον ημιβόρειο φωνηεντισμό, αλλά στα υπόλοιπα φωνολογικά και στα μορφολογικά χαρακτηριστικά του μοιάζει με τα υπόλοιπα επτανησιακά», αναφέροντας επιγραμματικά δέκα παραδείγματα σε υποσημείωση. Περαιτέρω, οι επτανησιακές γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες θεωρούνται στενά συγγε- νικές με τις πελοποννησιακές, βλ. ενδεικτικά Newton (1972: 13-19), Ralli (2006: 122), Horrocks (2010: 382-383, 443) και Μαγουλά και Μπέης (2012: 49), γι’ αυτό και εδώ δεν αγνοείται η δυνατότητα περαιτέρω ταξινόμησης των πρώτων σε ενιαία γεωγραφική γλωσσική (μακρο-)ποικιλία με τις τελευταίες, αν όχι και με άλλες νεοελληνικές γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες, βλ. π.χ. Trudgill (2003: 58-59).

12 Για τη διαφορά μεταξύ γλωσσικού προτύπου και πρότυπης γλώσσας βλ. ενδεικτικά Deumert και Vandenbussche (2003: 456).

13 Πβ. Zgusta (1971: 205) και Κατσούδα (2016: 30). Παρόμοιο προβληματισμό αντανακλά το δίλημμα σχετικά με το αν ένα διαλεκτικό λεξικό πρέπει να συντάσσεται ως μονόγλωσσο ή ως δίγλωσσο, βλ. ενδεικτικά Xydopoulos και Ralli (2013: 526).

14 Οι ποικιλίες των Επτανήσων, όπως φαίνεται, εμφανίζουν εικόνα υποχώρησης, πβ. Κοντοσόπουλος (2001: 68) και Ράλλη (2014: 79), τουλάχιστον μεταξύ των νεότερων ομιλητών.

15 Όπως σε όλες τις γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες των Επτανήσων, στο συντακτικό επίπεδο οι διαφορές από τη ΝΕΚ είναι μικρές, πβ. Κοντοσόπουλος (2001: 68), Ραυτοπούλου (2012: 67), Ράλλη (2014: 78) και Σιμήρης (2016: 157-167).

16 Θεωρώ ότι και η Κυθηραϊκή-Αντικυθηραϊκή, παρότι π.χ. ανήκει στη «ζώνη του είντα» και εμφανίζει τσιτακισμό ουρανικών συμφώνων πριν από πρόσθια φωνήεντα, βλ. Κοντοσόπουλος (1981: 137, 2001: 65-67, 2012: 54) και Κατσούδα (2016: 45, 47), συνιστά ειδικότερη γεωγραφική γλωσσική ποικιλία της Επτανησιακής, πβ. Σιμήρης (2016: 58), για λόγους παρόμοιους με όσους αναφέρονται εδώ ως προς τη Λευκαδίτικη. Στη συνέχεια οι επτανησιακές γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες θα συντομογραφούνται ως εξής: ΠΑΝΙΟΝ = πανιόνιο χαρακτηριστικό, ΚΕΦ = Κεφαλληνιακή-Ιθακήσια, ΚΕΡΚ = Κερκυραϊκή-Παξινή-Διαποντιακή, ΖΑΚ = Ζακυνθινή, ΛΕΥΚ = Λευκαδίτικη, ΚΥΘ = Κυθηραϊκή-Αντικυθηραϊκή (εννοείται ότι, όποτε απαντούν επιπλέον τοπικές διαφορές, χρησιμοποιούνται ειδικότερες συντομογραφίες όπως ΑΝΤΙΚΥΘ = Αντικυθηραϊκή, ΙΘΑΚ = Ιθακήσια κ.ο.κ.). Άλλες συντομογραφίες που χρησιμοποιούνται στην παρούσα μελέτη είναι οι εξής: ΑΡΧ = Αρχαία Ελληνική, ΒΕΝ = Βενετσιάνικη, ΓΕΝ = γενική (πτώση), ΕΛΛΝΣΤ = Ελληνιστική Ελληνική (Κοινή), ΕΝ = ενεστώτας (χρόνος), ΙΣΛ = Ισλανδική, ΙΤ = Ιταλική, ΛΑΤ = Λατινική, ΜΕΛΛ = μέλλοντας (χρόνος), ΜΤΓΝ = Μεταγενέστερη Ελληνική, ΟΝ = ονομαστική (πτώση), ΟΥΑΛ = Ουαλική, ΠΑΝΙΟΝ = πανιόνιος/-η/-ο, ΤΟΠΩΝ = τοπωνύμιο, ΤΟΥΡΚ = Τουρκική, ΤΣΑΚΟΝ = Τσακόνικη. Επισημαίνεται ότι οι ετυμολογήσεις (υπό μορφή τελικής αναγωγής, χωρίς τα ενδιάμεσα στάδια) των λέξεων που χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα έχουν προστεθεί από τον ίδιο τον γράφοντα, όπου κρίθηκε αναγκαίο, και δεν περιλαμβάνονταν, κατά κανόνα, στις οικείες πηγές. Οι νεοελληνικές διαλεκτικές λέξεις έχουν μεταγραφεί όλες στο μονοτονικό σύστημα, ανεξάρτητα από τον τρόπο γραφής τους στην οικεία πηγή.

17 Έτσι για παράδειγμα οι Tonnet (1995 [1993]: 162), Κοντοσόπουλος (2001: 73, 1985: 66) και Horrocks (2010: 384-388, 442-445, 448). Την κρατούσα άποψη αμφισβητούν, μεταξύ άλλων, ο Παντελίδης (2001, 2007: 337-340, 343-345, 2015: 42-43, 45-49) και, πιο επιφυλακτικά, οι Μαγουλά και Μπέης (2012: 49-50), οι οποίοι θεωρούν ότι αυτές οι γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες «δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη μόνη βάση διαμόρφωσης της Κοινής Νεοελληνικής».

18 Βλ. και Κοντοσόπουλος (2001: 212), Τσάκωνα (2006: 2), Μακρή et al. (2013: 58), Makri (2015: 166), Παντελίδης (2015: 42) και Καραντζόλα και Λαβίδας (2016: 131). Για τις μέχρι σήμερα μελέτες της Λευκαδίτικης βλ. Φίλιππας (2009: 129-130). 19 Βλ. και Κοντομίχης (2001: 12), που αναφέρει ότι οι Λευκαδίτες προφέρουν τις ιδιωματικές λέξεις «με το γνώριμο αργόσυρτο, συχνά, και αλέγρο ύφος».

20 Πβ. Κοντοσόπουλος (1981: 130-131, 2001: 68, 2012: 53), Τσάκωνα (2006: 1), Καραντζή-Ανδρειωμένου (2012: 185), Ράλλη (2014: 79), Σιμήρης (2016: 37-38, 80).

21 Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για το αν (όλοι) οι επτανησιακοί επιτονισμοί, που μοιάζουν αναμφίβολα με της Ενετικής, οφείλονται όντως σε ρομανικές (ενετικές ή άλλες) επιδράσεις –έτσι (σε διάφορους βαθμούς) για παράδειγμα οι Μαγουλά και Μπέης (2012: 45, 47), Ράλλη (2014: 78) και Σιμήρης (2016: 42)–, καθώς παρόμοιοι επιτονισμοί απαντούν και σε νεοελληνικές γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες περιοχών με βραχύ- χρονη ή καθόλου ενετική διοίκηση ή με διοίκηση που χρησιμοποιούσε ρομανική γλώσ- σα με εντελώς διαφορετικό επιτονισμό από της Ενετικής (π.χ. Γενουατική), όπως η Χίος, η Ρόδος, η Κύπρος, η Τσακωνιά. Παρόμοιος επιτονισμός υπάρχει και στην Ισπα- νική, αλλά και στη (μη ρομανική και μη ινδοευρωπαϊκή) Βασκική. Ίσως, τελικά, να πρόκειται για βορειομεσογειακό γεωγραφικό χαρακτηριστικό (areal feature) του οποίου η κατεύθυνση/προέλευση χάνεται στους αιώνες (πβ. σημείωση 27). Μάλιστα, αν οι Μαγουλά και Μπέης (2012: 45, 47), αποδίδοντας επιτονισμό «ιταλικού τύπου» στην κεφαλληνιακή και γενικότερα στις επτανησιακές γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες, έχουν στον νου τους τον επιτονισμό της πρότυπης Ιταλικής, η παρατήρησή τους είναι ανακριβής, αφού οι «ιταλικοί» επιτονισμοί πλησιάζουν τους κρητικούς μάλλον παρά τους επτανησιακούς.

22 Πβ. Κοντομίχης (2001: 15-16), Φίλιππας (2009: 125) και υποσημειώσεις 1-3 της παρούσας συμβολής. Το χαρακτηριστικό του ημιβόρειου φωνηεντισμού σε παλαιότερα στάδια της Κερκυραϊκής, βλ. Καραντζόλα και Λαβίδας (2016: 138-140, 147), το οποίο απαντά και σε τονούμενες θέσεις, είναι άσχετο με την περίπτωση. Αποκρυσταλλωμένες περιπτώσεις κώφωσης απαντούν ακόμα στην Κέρκυρα, π.χ. αλιποπορδιές ‘λυκοπερσι- κά (είδος μανιταριών)’ (Κυριάκης 2008), αλλά και στην Ιθάκη, π.χ. πιθώνητε ‘πιθώνετε’ (Ραυτοπούλου 2012: 63).

23 Ο βόρειος/ημιβόρειος φωνηεντισμός στη ΝΕΚ πρέπει να θεωρείται υπόκοινος (substandard) μάλλον, παρά διαλεκτικός. 24 Βλ. και Ανδριώτης (1995: 115) και Κοντοσόπουλος (2001: 67, 2012: 53).

25 Για την παρουσία του χαρακτηριστικού στην Ιθακήσια βλ. Σιμήρης (2016: 68-69), στην κερκυραϊκή βλ. Χυτήρης (1978: 33).

26 Παρατηρεί κανείς πως η συγκοπή φωνηέντων οδηγεί ενίοτε σε μετατροπή των συμφώνων που απαρτίζουν την προκύπτουσα ακολουθία (εδώ [mz] > [bz]), με αποτέλεσμα νέα, μεταγενέστερη επένθεση φωνήεντος για διευκόλυνση της προφοράς (εδώ [bz] > [biz]).

27 Πβ. Κοντοσόπουλος (2001: 68-69, 2012: 54), Τσάκωνα (2006: 1), Κατσούδα (2016: 46-47), Σιμήρης (2016: 60, 62-64). Πρόκειται για έκφανση της φυσικής νεοελληνικής φωνηεντοληξίας (με μόνα ληκτικά σύμφωνα το -/s/ και, σε κάποιες νοτιοανατολικές ποικιλίες, το /n/, ενώ διαφορετική είναι η περίπτωση ληκτικών συμφώνων που προέκυψαν δευτερογενώς από αποβολή άτονων φωνηέντων) σε περιβάλλον παύσης, χαρακτηριστικό που, κατά τη γνώμη μου, δεν οφείλεται σε ιταλική (και, ακόμα λιγότερο, σε βενετική) επίδραση όπως υποθέτει π.χ. ο Σιμήρης (2016: 63-64), αλλά συνιστά γεωγραφικό χαρακτηριστικό (areal feature) που περιλαμβάνει μέρος της Ελλάδας και της Ιταλίας και προέκυψε από αμοιβαίες πληθυσμιακές και γλωσσικές ανταλλαγές και αλληλεπιδράσεις στη διάρκεια δύο χιλιετιών, χωρίς να μπορεί να εντοπιστεί η αφετηρία του σε μία μόνο γλώσσα της περιοχής (πβ. σημείωση 21). Η ΝΕΚ, από επίδραση της λόγιας γλώσσας (αρχαϊστική, αλλά και γαλλική και αγγλική) κατέληξε να ανέχεται και –ιδίως στους ρηματικούς τύπους σε συγκεκριμένα επίπεδα ύφους– να ευνοεί πια το ληκτικό [n] σε διάφορες περιπτώσεις.

28 Πβ. Τσάκωνα (2006: 1) και Μαγουλά και Μπέης (2012: 48).

29 Όπως στη Γορτυνία. Για το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό στον προφορικό λόγο των Λευκαδιτών βλ. π.χ. https://www.youtube.com/watch?v=b-4vXOHvozk (ανάκτηση 20-12-2017).

30 Στα Αντικύθηρα, ωστόσο, δεν υπάρχει ασυνιζησία του /i/, αλλά μόνο του /e/, οπότε και αποβάλλεται το ληκτικό /a/, πβ. κυθ προβέα (Κατσούδα 2016: 100), αντικυθ bροβέ ‘προβιά’ (Κατσούδα 2016: 47).

31 Διαφορετικά, δύσκολα εξηγούνται τύποι όπως κυθ σουκία < συκέα ή ζακ σκροπέος < σκορπίος. Βλ. και Καραναστάσης (1997: 23).

32 Πβ. Καραντζόλα και Λαβίδας (2016: 130).

33 Ανακριβώς ο Μωυσιάδης (2005: 89) αναφέρει ότι η συνίζηση «απουσιάζει» από την Κεφαλονιά, ίσως αναπαράγοντας τον Χατζιδάκι (1989[1905]: 335). Στα ρομανικά δάνεια, πάντως, η ασυνιζησία οφείλεται στο ότι το φαινόμενο δεν λειτουργούσε πια την εποχή της γλωσσικής επαφής.

34 Βλ. αναλυτικά Καραντζόλα και Λαβίδας (2016: 140-141, 146) για την Κέρκυρα, όπου το φαινόμενο ίσως οφείλεται σε λόγια υπερδιόρθωση, πβ. Tonnet (1995[1993]: 127) και Horrocks (2010: 282-283), ενώ δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη ούτε η ταύτιση ορθογραφίας και προφοράς.

35 Ο τύπος Αντρίας απαντά και στην Ήπειρο (Μηνάς 2004: 537).

36 Ορθότερα σκροπέος, πβ. κολέος, γονέος κ.λπ. (ΝΕΚ σκορπιός, κολιός, γονιός).

37 Βλ. Κοντομίχης (2001: 15). Ειδικά για την Ιθακήσια πβ. Σιμήρης (2016: 65-66).

38 Πβ. Φίλιππας (2009: 126) και Κριμπάς (2018β).

39 Πβ. Κοντομίχης (2001: 14), Μαγουλά και Μπέης (2012: 47), Κατσούδα (2016: 58-59) και Σιμήρης (2016: 64-65).

40 Βλ. Τσάκωνα (2006: 1), Φίλιππας (2009: 126) και Σιμήρης (2016: 60). Ο Κοντοσόπουλος (2001: XXIII), στον προαναφερθέντα πίνακά του, δεν αναφέρει αυτό το χαρακτηριστικό στην Επτανησιακή και την Πελοποννησιακή.

41 Βλ. και Ραυτοπούλου (2012: 66-67) και Σιμήρης (2016: 76-77).

42 Πβ. όσα αναφέρει ο Horrocks (2010: 282-283) για την απόκρυψη δημωδών στοιχείων στον γραπτό λόγο.

43 Βλ. Κατσούδα (2016: 73). Το χαρακτηριστικό απαντά και στο Πωγώνι Ηπείρου (Μηνάς 2004: 473).

44 Βλ. Σιμήρης (2016: 66). Από τα παραδείγματα, ωστόσο, που αναφέρει ο συγγραφέας μόνο το Ιγιούδας ‘Ιούδας’ υπάγεται στην περίπτωση που εξετάζεται εδώ, ενώ τα υπόλοιπα ανάγονται σε άλλα φαινόμενα, π.χ. να διω < να ιδώ με αντιμετάθεση των [ʝ] και [ð] και όχι με ανάπτυξή του [ʝ], όπως υπονοεί ο συγγραφέας. Δεν εντόπισα το χαρακτηριστικό στη Ζάκυνθο.

45 Περιγράφεται ως έκκρουση αν το /i/ αντιμετωπιστεί ως φώνημα, αφού τότε προκύ- πτει τυπικά ακολουθία φωνηέντων. Διαφορετικά, αν ληφθούν υπόψη οι αλλοφωνικές του εκδοχές [ʝ] και [ɕ] μετά από /z/ και /s/, το φαινόμενο περιγράφεται ορθότερα ως αποβολή και όχι ως έκκρουση.

46 Βλ. Ραυτοπούλου (2012: 66) και Σιμήρης (2016: 69-70). Το φαινόμενο μαρτυρείται, πάντως, και στην Κεφαλλονιά, βλ. Τσιτσέλης (2003 [1904]: 195, υποσ. 3). Εκτός Επτανήσων το χαρακτηριστικό απαντά π.χ. στις πελοποννησιακές γεωγραφικές γλωσσι- κές ποικιλίες. Βλ. Κοντοσόπουλος (2001: 74), ο οποίος περιγράφει το φαινόμενο ως «απουράνωση των συριστικών».

47 Βλ. και Κοντομίχης (2001: 14). Αυτή η πραγμάτωση στη ΝΕΚ μπορεί να θεωρηθεί και υπόκοινη. Για μια κοινωνιογλωσσολογική προσέγγιση του εν λόγω φαινομένου με αφορμή την κεφαλληνιακή γεωγραφική γλωσσική ποικιλία, βλ. Παππάς (2008).

48 Πβ. Παππάς (2008: 304), Μαγουλά και Μπέης (2012: 47), Ραυτοπούλου (2012: 69), Κατσούδα (2016: 46).

49 Για το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό στον προφορικό λόγο των Λευκαδιτών βλ. π.χ. https://www.youtube.com/watch?v=b-4vXOHvozk (ανάκτηση 20-12-2017).

50 Βλ. και Κοντοσόπουλος (2001: 68).

51 Βλ. Belloni (2009: 37-38). Αποκρυσταλλωμένα υπολείμματα του φαινομένου ίσως απαντούν στα κερκ –ίλιας που δηλώνει οσμή, π.χ. γεν σκορδίλιας (πβ. ΝΕΚ σκορδίλα/-ς), βλ. Χυτήρης (1978: 57), ζακ συφορέλια ‘μικρή συμφορά’ (< αν υποθέσουμε υποκορ. *συ- φορέλα), βλ. Κονόμος (2003: 5), κυθ αϊτάνα ‘χτιστή γλάστρα σε εξώστη’, βόιτο ‘καμάρα’ (< βεν altàna, vòlto) (Κατσούδα 2016: 74).

52 Διαδεδομένο επίσης στα Δωδεκάνησα και στην Κύπρο. Για το συγκεκριμένο χαρακτη- ριστικό στον προφορικό λόγο των Λευκαδιτών βλ. π.χ. https://www.youtube.com/ watch?v=b-4vXOHvozk (ανάκτηση 20-12-2017).

53 Υπολειμματικά και στη ΝΕΚ (αδερφός, ήρθα/έρθω).

54 Για την Ιθακήσια πβ. ολφός (Σιμήρης 2016: 84), υπερδιορθωμένο τύπο που ανάγεται σε παλαιότερο κεφ/ιθακ ορφός ‘ροφός’ (< ελλνστ ὀρφός), πβ. ερπίδα ‘ελπίδα’, βορβός ‘βολ- βός’, αρφάδι ‘αλφάδι’ (Μουσούρης 1950: 91· Σιμήρης 2016: 79) στον λόγο παλαιότερων ομιλητών. Η υποχώρηση οφείλεται σε νεότερη επίδραση της ΝΕΚ, όπως προφανώς και στη Λευκαδίτικη, που εκτέθηκε ακόμα πιο παλιά και πιο έντονα σε χερσαίες γεω- γραφικές γλωσσικές ποικιλίες της Νεοελληνικής.

55 Το φαινόμενο είναι συνηθέστατο στις νεοελληνικές γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες της Ν. Ιταλίας, βλ. Κριμπάς (2018α: 225).

56 Πβ. Κοντοσόπουλος (2001: 68, 2012: 54), Τσάκωνα (2006: 1), Μαγουλά και Μπέης (2012: 48), Ραυτοπούλου (2012: 62) και Κατσούδα (2016: 46, 87). Βλ. και Στράνη (2010: 22-65), η οποία χρησιμοποιεί αρκετά παραδείγματα ζακυνθινών τύπων στο διαλεκτικό κείμενό της.

57 Για λόγους χώρου δεν παραθέτουμε παραδείγματα από τις άλλες γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες των Επτανήσων.

58 Βλ. και Κοντομίχης (2001: 15, 104, 328), Φίλιππας (2009: 125) και Γεωργάκης (2014). Αντίθετα με τον Κοντομίχη και ενίοτε τον Γεωργάκη, γράφω τσ’ αντί τ’ς/τς, ώστε να παραμένει διαφανής η αναγωγή τους σε τση, τσι, τσου και όχι σε της, τις, τους. Λογικά, και στις άλλες επτανησιακές γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες οι αντίστοιχοι τύποι προήλθαν από συγκοπή και επανεισαγωγή φωνήεντος.

59 Βλ. και Κοντομίχης (2001: 15). Το γεγονός ότι και η Τσακωνική και η Καλαβριακή εμφανίζουν όμοια κατανομή του φαινομένου με όμοια τονικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά –πβ. ΤΣΑΚΟΝ ΟΝ α αμέρα ‘η ημέρα’, ΓΕΝ ταρ αμερί ‘της «ημερός»’, ΟΝ α γουναίκα ‘η γυναίκα’, ΓΕΝ τα γουναιτ’σί ‘της γυναικός’ κ.ά., όπου η δοτική γ ́ κλίσης έχει αντικαταστήσει λειτουργικά τη γενική γ ́ κλίσης (Πέρνο & Κωστάκης 1983: 25)– ίσως συνδέεται με κάποια δωρίζουσα Κοινή, βλ. και Tsopanakis (1955), Horrocks (2010: 87-88), Κριμπάς (2018α: 230-231).

60 Πβ. Κοντοσόπουλος (1985: 64, 2001: 68-69, 2012: 55), Τσάκωνα (2006: 1), Horrocks (2010: 387) και Κατσούδα (2016: 46, 99).

61 Σολωμός, «Η Γυναίκα της Ζάκυθος» (2:1).

62 Πβ. Μακρή (2013: 61-65).

63 Πβ. Κοντοσόπουλος (2001: 69), Τσάκωνα (2006: 2), Φίλιππας (2009: 126), Ralli (2012: 114, 433-434) και Μακρή (2013: 144-146). Βλ. υποσημείωση 57

64 Βαλαωρίτης, «Φωτεινός».

65 Για αυτά τα επίθετα, βλ. αναλυτικά Μηνάς (2004: 473).

66 Βλ. και Κοντομίχης (2001: 15).

67 Πβ. Κοντοσόπουλος (2001: 68-69, 2012: 54), Τσάκωνα (2006: 1), Φίλιππας (2009: 125), Horrocks (2010: 277), Σιμήρης (2016: 60) και Κατσούδα (2016: 47).

68 Βλ. και Κοντοσόπουλος (2001: 66).

69 Βλ. Καραντζόλα και Λαβίδας (2016: 143). Πβ. Χυτήρης (1978: 47) και Αυλωνίτη (2006: 58-61).

70 Λασκαράτος, «Ιδού ο Άνθρωπος» (107).

71 Βλ. Κατσούδα (2016: 47), Σιμήρης (2016: 109, υποσ. 244).

72 Ο Κοντοσόπουλος (2012: 55) αναφέρει αυτή την κατάληξη ως επτανησιακό χαρακτηριστικό, προσωπικά όμως δεν το εντόπισα εκτός Λευκάδας, Ιθάκης και Κυθήρων.

73 Βλ. και Φίλιππας (2009: 125-126). Εξαιρείται η Κερκυραϊκή-Παξινή-Διαποντιακή και, στο φάσμα της πολυτυπίας της, η Ιθακήσια, καθώς η πρώτη χρησιμοποιεί κανονικά και η δεύτερη προαιρετικά παρατατικούς και αντίστοιχες προστακτικές β ́ ενικού με το ένθημα –ουν- (< αρχ –ων/-ουν, π.χ. ἠγάπων, ἐποίουν, ἐδήλουν): κερκ αγάπουνα ‘αγαπούσα/αγάπαγα’, αγάπουνε ‘αγάπα’ (Κοντοσόπουλος 2001: 133· Αυλωνίτη 2006: 34), ιθακ εμπόρουνα ‘μπορούσα’ (Σιμήρης 2016: 118), άργουνα ‘αργούσα’ (Ραυτοπούλου 2012: 65), φίλουνε ‘φίλα’ (Σιμήρης 2016: 119). Ωστόσο, φαίνεται ότι οι τύποι με το ένθημα –ουν– ήταν παλαιότερα σχεδόν πανιόνιοι, καθώς μαρτυρούνται σε έργα κεφαλλήνων και ζακυνθινών συγγραφέων, βλ. Κριμπάς (2018β). Βλ. και Horrocks (2010: 443-444), που αναφέρει ότι τύπους παρατατικού σε –α(γ)α σχηματίζουν τα ρήματα που ιστορικά προ- έρχονται από τα συνηρημένα α ́ τάξης της Αρχαίας Ελληνικής, ενώ τύπους σε –ουνα τα ρήματα που ιστορικά προέρχονται από τα συνηρημένα ρήματα β ́ τάξης της Αρχαίας Ελληνικής. Η πραγματική εικόνα είναι, ωστόσο, πιο περίπλοκη, πβ. Χυτήρης (1978: 47). Επισημαίνεται ότι οι τυποι σε –γα χωρίς σίγηση του /ɣ/ ανήκουν, ασφαλώς, και στο φάσμα πολυτυπίας πολλών μη λόγιων ρημάτων της ΝΕΚ. Αυτό που καθιστά διαλεκτικό το ένθημα –γ– είναι ο υποχρεωτικός του χαρακτήρας, η δυνατότητα σίγησης του /ɣ/ και η χρήση του σε ρήματα στα οποία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη ΝΕΚ, π.χ. εμπόρα(γ)α, εμπόρει(γ)α, ενώ στη ΝΕΚ θεωρείται αποδεκτός μόνο ο τύπος μπορούσα.

74 Σικελιανός, «Ύμνος Στον Εωσφόρο Το Άστρο».

75 Ο Κοντοσόπουλος (2001: XXIII), στον προαναφερθέντα πίνακά του, παραλείπει να αναφέρει αυτό το χαρακτηριστικό στα Επτάνησα.

76 Από το ζακυνθινό λαϊκό (αγνώστου συγγραφέα) ποίημα «Του ξενητεμένου αδελφού». Στο https://katalogia.me/tag/ζακυνθινά-λαογραφικά/ (ανάκτηση 20-6-2018).

77 Ορθότερα κατακαμπίς. Πβ. Μηνάς (2004: 473) για την κατάληξη -ίς στο Πωγώνι (Ηπείρου).

78 Βλ. σημείωση 57. Πβ. Φίλιππας (2009: 126, 128), Σιμήρης (2016: 60, 180). Ας σημειωθεί, πάντως, ότι όλα τα ελληνικής και ρομανικής αρχής λεξήματα που αναφέρονται στην παρούσα υποενότητα (2.3) απαντούν επίσης στην Κεφαλονιά και την Ιθάκη, τα περισσότερα και στη Ζάκυνθο, ορισμένα και στην Κέρκυρα και τους Παξούς και, σε μικρότερη έκταση, στα Κύθηρα.

79 Βλ. και Σαλβάνος (1918: 3), Περίδης (1965: 64), Κοντοσόπουλος (2001: 68, 2012: 53, 56), Τσάκωνα (2006: 1), Φίλιππας (2009: 115-122, 127-128), Μακρή (2013: 11) και Ράλλη (2014: 78).

80 Βλ. Κοντομίχης (2001: 13), Φίλιππας (2009: 128).

81 Βλ. και Κοντοσόπουλος (2001: 68), Κυρανούδης (2009: 29) και Σιμήρης (2016: 60, 194- 196).

82 Βλ. και Κοντοσόπουλος (2001: 68) και Κυπριώτου και Ποδηματά (2012: 130-133).

83 Βλ. Κατσούδα (2016: 42, 254).

84 Ο Κοντομίχης ορθογραφεί παρετυμολογικά απλάδαινα.

85 Βλ. Κριμπάς (2018β) για αυτά τα τρία χαρακτηριστικά.

86 Βλ. Μαγουλά και Μπέης (2012: 47). Αυτή η προστακτική μαρτυρείται, ωστόσο, και σε παλαιότερα κείμενα της Λευκαδίτικης: αλειφόσουν (Κοντομίχης 2001: 106) ‘να αλείφεσαι’ (και όχι: ‘αλείψου’).

87 Βλ. Σιμήρης (2016: 37), ο οποίος ορθογραφεί αυτή την κατάληξη ως –ειτε και Ραυτοπού- λου (2012: 65), η οποία την ορθογραφεί ως –ητε. Απαντά (ομοίως στη Βόρεια Ιθάκη) και σε τύπους προστακτικής που δηλώνουν συμπερίληψη του ομιλούντος και των συνομιλητών του, π.χ. πάμειτε ‘πάμε (ενν. όλοι μαζί)’, Σιμήρης (2016: 128), πβ. κεφ/(νότια) ιθακ πάμετε.

88 Βλ. και Κοντοσόπουλος (2001: 70). Τη συστηματική ασυνιζησία μοιράζεται μόνο με την Κυθηραϊκή (αλλά όχι και με την Αντικυθηραϊκή), βλ. Κατσούδα (2016: 47).

89 Βλ. και Κοντοσόπουλος (2001: 69). Παράλληλα με τον πανιόνιο τύπο τουν (Χυτήρης 1978: 36).

90 Βλ. και Κοντοσόπουλος (2001: 70).

91 Αντί –ουμε και –ο(υ)μαι, αντίστοιχα. Βλ. και Κοντοσόπουλος (2001: 70).

92 Ο Κοντοσόπουλος (2001: 65-67) δεν τη συνεξετάζει με τις επτανησιακές γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες.

93 Χαρακτηριστικό που απουσιάζει, ωστόσο, στην Αντικυθηραϊκή, βλ. Κατσούδα (2016: 47).

94 Βλ. Κοντοσόπουλος (2001: 65-67) και Κατσούδα (2016: 46-47).

95 Για τέτοια γνωρίσματα βλ. ενδεικτικά Κοντοσόπουλος (1985: 66, 2012: 54), Τσάκωνα (2006: 1), Μακρή (2013: 11), Ράλλη (2014: 78) και Κατσούδα (2016: 46-47). Πολλά από αυτά υπάρχουν ή υπήρχαν και σε πελοποννησιακές γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες, πβ. Κοντοσόπουλος (1999, 2001: 74-76) και Παντελίδης (2003), ακόμα και ο (ατελής, ωστόσο) ημιβόρειος φωνηεντισμός (Τσάκωνα 2006: 1). Πβ. Κριμπάς (2018β).

96 Για την έννοια του μοναδικού συνδυασμού χαρακτηριστικών βλ. Βαλεοντής και Κρι-μπάς (2014: 59, 95, 145).

97 Βλ. αναλυτικά Horrocks (2010: 282-283, 462-463). Έτσι δεν θεωρώ διαλεκτική την τροπή π.χ. των λόγιων /nθ/, /pt/, /kt/ στα δημώδη /θ/, /ft/, /xt/ ή την απερρίνωση πριν από τα ηχηρά κλειστά σύμφωνα, φαινόμενα που αναφέρονται συχνά στη βιβλιογραφία ως πανιόνιο χαρακτηριστικό ή ως χαρακτηριστικό συγκεκριμένων επτανησιακών γεωγραφικών γλωσσικών ποικιλιών παρά το γεγονός ότι, στα εν λόγω έργα, οι οικείες γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες περιγράφονται σε αντίθεση ακριβώς προς τη ΝΕΚ, έτσι για παράδειγμα οι Τσάκωνα (2006: 1), Κοντοσόπουλος (2012: 54) και Κατσούδα (2016: 46, 87). Ακριβέστερα, κατά τη γνώμη μου, ο Σιμήρης (2016: 78) που, τουλάχιστον ως προς την απερρίνωση, αναφέρει ότι υπάρχει και στην «ανεπίσημη εκδοχή» της ΝΕΚ –αν και πια η απερρίνωση τείνει να αποσυνδεθεί από ζητήματα επιπέδου ύφους, βλ. και Arvaniti (2007: 74). Τέτοια φαινόμενα είναι διαλεκτικά μόνο υπό την έννοια του υποχρεωτικού τους χαρακτήρα σε δεδομένη/-ες ποικιλία/-ες σε σύγκριση τον προαιρετικό τους χαρακτήρα στη ΝΕΚ. Σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν θα πρέπει να θεωρείται διαλεκτική η αφομοίωση άρθρωσης και συμπροφορά του ορθογραφικού τε- λικού –ν του οριστικού άρθρου (τον, την, των) με επόμενο κλειστό σύμφωνο (με ή χωρίς απερρίνωση) διότι αυτή είναι η μόνη δυνατή/ορθή προφορά στη ΝΕΚ (τουλάχιστον ως προς την αφομοίωση άρθρωσης), παρά τη συχνά υπερδιορθωμένη προφορά που ακούγεται κυρίως στα ΜΜΕ. Κατά τα λοιπά, τέτοια ζητήματα είναι κυρίως κοινωνιογλωσ- σικά και καθορίζονται συχνά από παράγοντες όπως το φύλο, η ηλικία, το επάγγελμα κ.ά. Πβ. Παπαναστασίου (2008: 278-279, 399-400), Πολίτης (2014: 218, 227-229, 247) και Κριμπάς (2016: 2153).

98 Πβ. Κοντοσόπουλος (1985: 66).

99 Έτσι οι Μαγουλά και Μπέης (2012: 50).

100 Παρομοίως οι Καραντζόλα και Λαβίδας (2016: 132-133).

101 Πβ. Σιμήρης (2016: 65, 68, 69), ο οποίος εικάζει αντίστοιχες επιδράσεις στην Ιθακήσια.

102 Η ίδια η Επτανησιακή, όπως έχω προτείνει αλλού (Κριμπάς 2018α: 231-232, 233), θα μπορούσε να έχει προκύψει από πελοποννησιακό και κρητικό επίστρωμα (Horrocks 2010: 384-385) πάνω σε παλαιό διαλεκτικό υπόστρωμα ιταλιωτικού και/ή νοτιοανατολικού τύπου, όπως ίσως υπονοούν οι ομοιότητες με τις ιταλιωτικές και τις νοτιοανατολικές γεωγραφικές γλωσσικές ποικιλίες της Νεοελληνικής. Για την επίδραση βόρειων γεωγραφικών γλωσσικών ποικιλιών στην Ιταλιωτική –απολύτως συγκρίσιμη με την περίπτωση της Λευκαδίτικης– βλ. Καραναστάσης (1997: 25, 26) και τις εκεί παραπομπές.

103 Πβ. Φίλιππας (2009: 115), Μακρή (2013: 13).

104 Πβ. όσα γράφει ο Κατσουλέας (2005: 183) με αφορμή τριών κοινών γλωσσικών φαι- νομένων που εντοπίζει στη Σκύρο και την Τσακωνιά: «Η ανελαστική ταξινόμηση της Νέας Ελληνικής σε βόρεια, νότια και ημιβόρεια ιδιώματα από τον Γ. Ν. Χατζιδάκη [sic] είναι πρακτική και ωφέλιμη. Δεν μπορεί όμως να λύσει όλα τα προβλήματα της γλώσσας. Γιατί πώς μπορεί να γίνει κατανοητή, η αποδεδειγμένη άλλωστε γλωσσική συγγένεια της (φωνηεντικώς ημιβόρειας) Σκύρου και της (φωνηεντικώς νότιας) Κύμης; Πρέπει να εξεταστούν όλες οι παράμετροι, η επικοινωνία, οι εποικισμοί το γλωσσικό υπόστρωμα, οι ανεξερεύνητες ακόμα αφανείς γλωσσικές διαδρομές, ώστε να χαραχθούν νέες ισόγλωσσοι και να αποκαλύψουν τη γλωσσική συγγένεια μεταξύ διαφόρων περιοχών».

105 Έτσι για παράδειγμα ο Καραναστάσης (1997: 25, 26). 106 Πβ. Ralli (2012: 114). 107 Ο όρος του Παπαγεωργίου (1994: 332-334).

ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Ανδριώτης, Ν. Π. 1995. Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, τέσσερις μελέτες. Θεσσαλονίκη: Αρι- στοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).
  • Αυλωνίτη, Σ.-Ζ. Π. 2006. Μορφολογική εξέταση του ρηματικού συστήματος του κερκυραϊκού ιδιώματος. Μεταπτυχιακή διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών.
  • Βαγενάς, Ν. 2014. Πάτρια ίχνη: ψηφίδες από τη Λευκάδα τους χθες. Αθήνα: Fagotto.
  • Βαλεοντής, Κ. Ε. & Π. Γ. Κριμπάς. 2014. Νομική γλώσσα, νομική ορολογία: Θεωρία και πράξη. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη/Ελληνική Εταιρεία Ορολογίας.
  • Γασπαρινάτος, Σ. Γ. & Μ. Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου. 2004. Γλωσσάριο και ιδιωματικές εκφράσεις της Κεφαλονιάς. Αθήνα: χ.ε.
  • Γεωργάκης, Η. Π. 2014. Το λευκαδίτικο γλωσσικό ιδίωμα. [Ανακτήθηκε από http:// elgeorgakis.blogspot.gr/2014/07/blog-post_13.html, 20-12-2016].
  • Γεωργάκης, Θ. Σ. 2018. Ο λευκαδίτικος γάμος: έθιμα τραγούδια συμβολισμοί (Φκήσου με Μανού- λα μου…). Λευκάδα: χ.ε. [Ανακτήθηκε από http://aromalefkadas.gr/wp-content/ uploads/2018/03/AB.compressed.pdf, 25-06-2018].
  • Γιακουμάκη, Ε. 2012. Μορφολογικές παρατηρήσεις στο κεφαλονίτικο ιδίωμα. Στο Π. Πετράτος (επιμ.), Το Κεφαλονίτικο Γλωσικό Ιδίωμα. Αργοστόλι: Σύνδεσμος Φιλολόγων Κεφαλονιάς-Ιθάκης, 173-179.
  • Καραναστάσης, Α. 1997. Γραμματική των ελληνικών ιδιωμάτων της Κάτω Ιταλίας. Αθήναι: Ακαδημία Αθηνών.
  • Καραντζή-Ανδρειωμένου, Χ. 2012. Προφορικότητα και λογοτεχνικότητα στην κεφαλονίτικη σάτιρα. Στο Π. Πετράτος (επιμ.), Το Κεφαλονίτικο Γλωσικό Ιδίωμα. Αργοστόλι: Σύνδεσμος Φιλολόγων Κεφαλονιάς-Ιθάκης, 181-203.
  • Καραντζόλα, Ε. & Ν. Λαβίδας. 2016. Χαρακτηριστικά της κερκυραϊκής του 16ου αιώνα. Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 36: 129-150.
  • Κατσούδα, Γ. 2016. Το γλωσσικό ιδίωμα των Κυθήρων: Περιγραφή και ανάλυση. Αθήνα: Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών.
  • Κατσουλέας, Σ. Γ. 2005. Ερμηνεία τριών κοινών γλωσσικών φαινομένων Σκύρου και Τσακωνιάς. Onomatarevue onomastique 17-18: 163-184.
  • Καψωμένος, Σ. Τ. 1985. Από την ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Η ελληνική γλώσσα από τα ελλη- νιστικά ως τα νεότερα Χρόνια: Η ελληνική γλώσσα στην Αίγυπτο. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).
  • Κονόμος, Ν. 2003. Ζακυνθινό λεξιλόγιο (2η έκδοση). Αθήνα: Σύλλογος Δασκάλων & Νηπιαγωγών Ζακύνθου «Διονύσιος Σολωμός»/Τρίμορφο.
  • Κοντομίχης, Π. 2001. Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό-Ερμηνευτικό-Λα- ογραφικό). Αθήνα: Γρηγόρης (συμπεριλαμβανομένων των έργων Σύλλαβος του Ι. Ν. Σταματέλου και Γλωσσάριον του Γ. Χ. Μαραγκού που περιέχονται στο εκεί Παράρτημα).
  • Κοντοσόπουλος, Ν. 1981. Τὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα τῶν Κυθήρων. Ἀθηνᾶ 78: 125-145.
  • Κοντοσόπουλος, Ν. 1985. Επτανησιακά γλωσσογεωγραφικά. Λεξικογραφικόν Δελτίον 15: 61-67.
  • Κοντοσόπουλος, Ν. Γ. 1999. Πελοποννησιακό και επτανησιακό ιδίωμα. Στο Μ. Ζ. Κοπι- δάκης (επιμ.), Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, 198-199.
  • Κοντοσόπουλος, Ν. Γ. 2001. Διάλεκτοι και ιδιώματα της Νέας Ελληνικής (3η έκδοση). Αθήνα: Γρηγόρης.
  • Κοντοσόπουλος, Ν. Γ. 2012. Τα επτανησιακά γλωσσικά ιδιώματα. Στο Π. Πετράτος (επιμ.), Το Κεφαλονίτικο Γλωσικό Ιδίωμα. Αργοστόλι: Σύνδεσμος Φιλολόγων Κεφαλονιάς-Ιθάκης, 53-57.
  • Κριμπάς, Π. Γ. 2016. Προς μια γραμματική της Νεοελληνικής Νομικής Γλώσσας. Νομικό Βήμα 64(9): 2149-2166.
  • Κριμπάς, Π. Γ. 2018α. Η Δυτική Νεοελληνική (ΔΝΕ) ως διακριτή γλωσσολογική και γεωπολιτισμική οντότητα: φωνητικές, λεξικές και μορφολογικές ομοιότητες μεταξύ του επτανησιακού υποϊδιώματος και της ιταλιωτικής διαλέκτου της Νεοελληνικής. Στο Δ. Κονιδάρης (επιμ.), Κερκυραϊκά Χρονικά, περίοδος Β ́ τόμος ΙΒ ́: Ι ́ Διεθνές Πανιόνιο Συνέδριο: Τα Πρακτικά: V. Μουσική-Γλώσσα-Πολιτιστική Παράδοση-Επτανησιακή Διασπορά. Κέρκυρα: Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, 221-236.
  • Κριμπάς, Π. Γ. 2018β. Η κεφαλληνιακή/ιθακήσια γεωγραφική γλωσσική ποικιλία στο πλαίσιο της Επτανησιακής Νεοελληνικής: ανασκόπηση και παραλειπόμενα. Προφορική ανακοίνωση στο ΙΑ ́ Πανιόνιο Συνέδριο (21-25 Μαΐου 2018, Αργοστόλι) (υπό δημοσίευση).
  • Κυπριώτου, Δ. & Α. Ποδηματά. 2012. Τουρκικές λέξεις στο κεφαλονίτικο λεξιλόγιο (από το χειρόγραφο του Ευάγγελου Τσιμαράτου). Στο Π. Πετράτος (επιμ.), Το Κεφαλονίτικο Γλωσικό Ιδίωμα. Αργοστόλι: Σύνδεσμος Φιλολόγων Κεφαλονιάς-Ιθάκης, 119-156.
  • Κυρανούδης, Π. (μοναχός Κοσμάς Σιμωνοπετρίτης). 2009. Μορφολογία των τουρκικών δανείων της ελληνικής γλώσσας. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).
  • Κυριάκης, Σ. 2008. Κερκυραϊκό λεξικό 5000 λέξεων. [Ανακτήθηκε από http:// kerkiraikolexiko.blogspot.gr/, 20-12-2016].
  • Λουκάτος, Δ. Σ. 2012. Λαογραφική αποστολή στα Διαπόντια νησιά (Ερείκουσα – Μαθράκι – Οθωνοί). Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.
  • Μαγουλά, Ε. & Σ. Μπέης. 2012. Ο ρόλος του κεφαλονίτικου ιδιώματος στη διαμόρφωση της Κοινής Νέας Ελληνικής. Στο Π. Πετράτος (επιμ.), Το Κεφαλονίτικο γλωσσικό Ιδίωμα. Αργοστόλι: Σύνδεσμος Φιλολόγων Κεφαλονιάς-Ιθάκης, 41-50.
  • Μακρή, Β. 2013. Η επίδραση της Ιταλικής γλώσσας στη μορφολογία των Επτανησιακών διαλέκτων Μεταπτυχιακή διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών.
  • Μακρή, Β., Κουτσούκος, Ν. & Μ. Ανδρέου. 2013. Δανεισμός ονομάτων και απόδοση γένους στην επτανησιακή διάλεκτο. Patras Working Papers in Linguistics 3: 58-72.
  • Μηνάς, Κ. 2004. Μελέτες νεοελληνικής διαλεκτολογίας. Αθήνα: Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός.
  • Μουσούρης, Σ. (Γιοφύλλης, Φ.). 1950. Ἡ γλῶσσα τῆς Ἰθάκης. Ἀθήναι: Τύποις Ἀ. Μαυρίδη.
  • Μυτούλα, Κ. 2006. Ιδιωματικά Λεξικά και Γλωσσάρια: Συνοπτική Παρουσίαση, Βιβλιο- γραφικά Στοιχεία και Αναλυτική Παρουσίαση. [Ανακτήθηκε από http://www.greek- language.gr/greekLang/medieval_greek/bibliographies/idiomatic/intro.html, 20- 12-2016].
  • Μωυσιάδης, Θ. 2005. Ετυμολογία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
  • Πανταζάτος, Δ. Ι. 2000. Για να μη σβύσει η παλιά κεφαλονίτικη και θιακιά ντοπιολαλιά. Χαλκίδα: χ.ε.
  • Παντελίδης, Ν. 2001. Πελοποννησιακός ιδιωματικός λόγος και Κοινή Νεοελληνική. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 21: 550-561.
  • Παντελίδης, Ν. 2003. To ιδιωματικό στοιχείο στη γλώσσα των απομνημονευμάτων του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Προφορική ανακοίνωση στο 6ο Διεθνές Συνέδριο Ελληνικής Γλωσσολογίας (ICGL6, 18-21 Σεπτεμβρίου 2003, Ρέθυμνο, Ελλάδα). [Ανακτήθηκε από http:// saouarcadian.blogspot.gr/2009/11/to.html, 20-12-2016].
  • Παντελίδης, Ν. 2007. Κοινή Δημοτική: Παρατηρήσεις στη διαδικασία διαμόρφωσής της. Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 27: 337-347.
  • Παντελίδης, Ν. 2015. Σχετικά με το ιδιωματικό υπόβαθρο της Κοινής Νεοελληνικής. Στο Γ. Ανδρουλάκης (επιμ.), Οι γεωγραφικές και κοινωνικές ποικιλίες της Νέας Ελληνικής Γλώσσας και η παρουσία τους στην εκπαίδευση (Πρακτικά Γλωσσολογικού Συνεδρίου 4α Τζαρτζάνεια, Τύρνα- βος, 7-9 Δεκεμβρίου 2012). Βόλος: Εργαστήριο Μελέτης, Διδασκαλίας και Διάδοσης της Ελληνικής Γλώσσας, 41-50.
  • Παπαγεωργίου, Λ. Ι. 1994. Γλωσσική σύγκριση Ηπείρου και Κέρκυρας. Νεοελλη νική διαλεκτολογία 1: 326-370.
  • Παπαναστασίου, Γ. 2008. Νεοελληνική ορθογραφία: ιστορία, θεωρία, εφαρμογή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης/Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).
  • Παππάς, Π. Α. 2008. “Άντε μωρή βλαχάρα!”: Η Ερμηνεία των [ʎi] και [ɲi] στην ΚΝΕ. Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 28: 303-313.
  • Περίδης, Μ. 1965. Η Ελληνική Γλώσσα και η σημερινή μορφή της. Αθήνα: Εστία.
  • Πέρνο, Ο. & Α. Π. Κωστάκης. 1983. Σύντομος γραμματική της τσακωνικής διαλέκτου (2η έκδοση). Αθήνα: Αρχείον Τσακωνιάς.
  • Πολίτης, Π. 2014. Η γλώσσα της τηλεοπτικής ενημέρωσης: Τα δελτία ειδήσεων της ελληνικής τηλεό- ρασης (1980-2010). Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης/Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη).
  • Ράλλη, Α. 2014. Moρφολογική αλλαγή στην επαφή γλωσσών: Ρηματικά δάνεια στη Γκρίκο και τα Επτανησιακά. Στο Ζ. Γαβριηλίδου & Α. Ρεβυθιάδου (επιμ.), Μελέτες αφιερωμένες στην Ομότιμη Καθηγήτρια Α.Π.Θ. Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη/Mélanges offerts à Anna Anastassiades-Syméonides à l’occasion de sa retraite. Καβάλα: Σαΐτα, 74-92.
  • Ραυτοπούλου, Μ. 2012. Χαρακτηριστικά του ιδιώματος της Ιθάκης. Στο Π. Πετράτος (επιμ.), Το Κεφαλονίτικο Γλωσικό Ιδίωμα. Αργοστόλι: Σύνδεσμος Φιλολόγων Κεφαλονιάς-Ιθάκης, 58-71.
  • Σαλβάνος, Γ. 1918. Μελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος των εν Κερκύρα Αργυράδων. Αθήνα: χ.ε.
  • Σιμήρης, Δ. 2016. Το γλωσσικό ιδίωμα της Ιθάκης. Ιθάκη: Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Ιθάκης.
  • Στράνη, Λ. 2010. Στου αμπελιώνε τσι φουρκάδες ή ο γάμος πάει αμόντε. Πάτρα: Πανεπιστήμιο Πατρών.
  • Τζιτζιλής, Χ. 2016. Η διαμόρφωση της κοινής νεοελληνικής Ι: το διαλεκτικό υπόβαθρο. Μελέτες για την ελληνική γλώσσα 36: 425-449.
  • Τσάκωνα, Β. 2006. Επτανησιακά ιδιώματα. [Ανακτήθηκε από http://www.greek- language.gr/greekLang/modern_greek/studies/dialects/thema_b_5_2/index. html, 20-12-2016].
  • Τσιντίλη-Βλησμά, Ρ. 1997. Απ’ την παλιά κασέλα, Τόμοι Β , Γ . Αθήνα: Φήμιος.
  • Τσιτσέλης, Η. Α. 2003 [1904]. Κεφαλληνιακά σύμμικτα, Τόμος Τρίτος: Γλωσσικά-Λαογραφικά (από τα κατάλοιπα του συγγραφέα)/(Γ. Ν. Μοσχόπουλος επιμ.) Αθήνα: χ.ε.
  • Φίλιππας, Β. 2009. Προσεγγίσεις στην ιδιωματική γλώσσα της Λευκάδας. Στο Πρακτικά ΙΓ ́ Συμποσίου: Ο Λαϊκός πολιτισμός της Λευκάδας και ο Πανταζής Κοντομίχης (Λευκάδα, 11- 13 Αυγούστου 2008). Αθήνα: Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, 111-131.
  • Φραγκοπούλου, Κ. 2015. Ενσωμάτωση ονοματικών δανείων στο Κεφαλλονίτικο ιδίωμα. Στο K. Fragkopoulou, F. Kalamida, T. Kardamas, K. Kordouli, M. Marinis, C. Panagiotou & N. Vassalou (επιμ.), Proceedings of PICGL3-Theoretical and Applied Linguistics 3. Patras: University of Patras, 223-232.
  • Φραγκοπούλου, Κ. 2017. Τα στάδια της μορφολογικής ενσωμάτωσης των λεξικών δανεί- ων στα Επτανησιακά. Στο E. Agathopoulou, T. Danavassi & L. Efstathiadi (επιμ.), Selected papers on Theoretical and Applied Linguistics from ISTAL 2015 (International Symposium on Theoretical and Applied Linguistics, 24-26 April 2015). Thessaloniki: School of English, Aristotle University of Thessaloniki, 498-512.
  • Χατζιδάκις, Γ. Ν. 1989 [1905]. Μεσαιωνικά και νέα Ελληνικά, Τόμος 1 (Ανατύπωση). Αθήνα: Εκδόσεις Πελεκάνος. [Amsterdam: Adolf Hakkert].
  • Χυτήρης, Γ. 1978. Το γλωσσικό ιδίωμα της Κερκύρας. Δελτίον Αναγνωστικής Εταιρίας Κερκύρας 15: 29-74.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Arvaniti, A. 2007. Greek Phonetics: The State of the Art. Journal of Greek Linguistics 8(1): 97-208.
  • Belloni, S. 2009. Grammatica veneta. Padova: Esedra.
  • Deumert, A. & W. Vandenbussche. 2003. Research directions in the study of language standardization. Στο A. Deumert & W. Vandenbussche (επιμ.), Germanic Standardi- zations: From past to present. Amsterdam/Philadelphia PA: John Benjamins, 455-469.
  • Felber, H. 1984. Terminology Manual. Paris: Unesco/Infoterm.
  • Horrocks, G. 2010. Greek: A history of the language and its speakers (2nd edition). Malden MA/ Oxford/Chichester: Wiley-Blackwell.
  • Kayne, R. S. 2005. Movement and silence. Oxford: Oxford University Press.
  • Makri, V. 2015. Gender assignment to Romance nominal loans in Heptanesian. Στο K. Fragkopoulou, F. Kalamida, T. Kardamas, K. Kordouli, M. Marinis, C. Panagiotou & N. Vassalou (επιμ.), Proceedings of PICGL3-Theoretical and Applied Linguistics 3. Patras: University of Patras, 164-175.
  • Meyer, I., Eck, K. & D. Skuce. 1997. Systematic concept analysis within a knowl- edge-based approach to terminology. Στο S. E. Wright & G. Budin (επιμ.), The Handbook of terminology management, Vol. 1. Amsterdam/Philadelphia PA: John Ben- jamins, 98-118.
  • Newton, B. 1972. The generative interpretation of dialect: A study of Modern Greek phonology. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Ralli, A. 2006. Syntactic and morpho-syntactic phenomena in Modern Greek dialects: The state-of-the-art. Journal of Greek Linguistics 7(1): 121-159.
  • Ralli, A. 2012. Verbal loanblends in Griko and Heptanesian: A case study of contact morphology. L’Italia dialettale: rivista di dialettologia italiana 73: 111-132.
  • Ralli, A. 2014. On the Romance influence on Greek dialects. Στο P. del Puente (επιμ.), Atti del Terzo Convegno ‘Parole per parlare e per parlarne’. Potenza: University of Potenza, 259-281.
  • Ralli, A., Gkiouleka, M. & V. Makri. 2015. Gender and inflection class in loan noun integration. SKASE 12(3): 422-460.
  • Tonnet, H. 1995 [1993]. Ιστορία της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας (μετάφραση Μ. Καραμάνου, Π. Λιαλιάτσης. Tίτλος πρωτοτύπου: H. Tonnet. 1993. Histoire du grec moderne: La formation d’une langue. Paris: L’ Asiathèque).
  • Trudgill, P. 2003. Modern Greek dialects: A preliminary classification. Journal of Greek Linguistics 4: 45-64.
  • Tsopanakis, A. 1955. Eine dorische Dialektzone im Neugriechischen. Byzantinische Zeitschrift 48: 49-72.
  • Xydopoulos, G. & A. Ralli. 2013. Greek dialects in Asia Minor: Setting lexicographic principles for a tridialectal dictionary. Στο M. Janse, B. Joseph & A. Ralli (επιμ.), Proceedings of the 5th International Conference on Modern Greek Dialects and Linguistic Theory. Patras: University of Patras, 524-536.
  • Zgusta, L. 1971. Manual of Lexicography. Prague: Academia, Publishing House of the Czechoslovak Academy of Sciences; The Hague/Paris: Mouton.

Ένα Σχόλιο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.