(ο)κνεύομαι
κνεύομαι, (οκνεύομαι) είμαι οκνός, βαριέμαι. φράση: «Εσύ κνεύεσαι, παιδάκι μ΄, άσε να πούμε σε κανέναν άλλο να μας βοηθήσει».
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στην Λευκαδίτικη διάλεκτο!
κνεύομαι, (οκνεύομαι) είμαι οκνός, βαριέμαι. φράση: «Εσύ κνεύεσαι, παιδάκι μ΄, άσε να πούμε σε κανέναν άλλο να μας βοηθήσει».
Γνωστή φράση στο χωριό, για κάποιον που «είναι στα τελευταία του». Ήρτε (ή έφτασε) στα ολοίσθια, να πεθάνει. Η προέλευση της αρχαίας (πνέει τα λοίσθια – ψυχορραγεί). Την ετυμολογούμε γιατί είναι συνηθέστατη και ιδιωματική, όπως ακούγεται. Και γιατί δείχνει πως η γλώσσα μας είναι ενιαία και εν χρήσει μέχρι τις . . . Περισσότερα
έτσι λέει ο λαός τη γνωστή μαγγανεία της ονυχομαντείας = μαγγανευτική τελετουργία με βάση τα νύχια των κοριτσιών, για να «ιδούν την τύχη τους». Η κοπέλα ξύνει καλά, γυαλιστερά το νύχι του δεξιού της αντίχειρα, το αλείφει με λάδι κι ύστερα κάθεται στον ήλιο και απλώνει για κάμποση ώρα το . . . Περισσότερα
Ὄ-λὲ – Ὄ-λὲ (Ἱσπν. ole-ole) = ὢ ἀλήθεια, ὢ πάνω στὴν ὥρα (πρόλογος ἀνακοινώσεως ἢ ἐρωτήσεως ἐν συνομιλίᾳ).
[πριν από άλλη λέξη] τώρα μόλις, προ ολίγου. φράσεις: Ό,τι το ΄φερε ο ταχυδρόμος – ό,τι ήρτα – ό,τι το ΄μαθα κ.λπ. οτιδήποτε. φράσεις: «τρώει ό,τι και ό,τι» – «μαζεύει ό,τι κι ό,τι». Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὅτ(ι)-ὅτ(ι) = ὅ,τι, ὁτιδήποτε ἀδιακρίτως (ὅτε) = τώρα μόλις, . . . Περισσότερα
Ὄ(χ)ισκε βλ. λ. ὄϊσκε.
λεφτά
νόμισμα μικρής αξίας στα Επτάνησα επί Αγγλοκρατίας. (1810-1864). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Όβολα, Χρήματα. Ο οβολός ήταν αρχαίο αττικό νόμισμα, που ισοδυναμούσε προς το 1/6 της αττικής δραχμής, ποσό ευτελές, εξ. ου «δώσε τον οβολό σου», όπως φτωχή χήρα της Ευαγγελικής παραβολής. Ετυμολογείται από το αρχαίο . . . Περισσότερα
βορός. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὀβορὸς /ὁ/ (Ἀλ. ὀbόρρ-ι, Σ. Σ. ὀbὸρ) = αὐλόγυρος, μάνδρα, αὐλή, σταῦλος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης ὀβωρός (ὁ): περιφραγμένη αὐλή. Διαφέρει ὅμως τῆς κυρίως αὐλῆς, διότι αὕτη εἶναι προωρισμένη διά πλύσιμον καί ἄλλας ἐργασίας τῆς οἰκίας, ἐνῶ ἡ χρῆσις τοῦ ὀβοροῦ . . . Περισσότερα
Εβραίος
το φυτό βρυωνία ή βρυανιά, κοινώς αγριόκλημα, άγριο αμπέλι. Μοιάζει με περιπλοκάδι και φυτρώνει σε ακαλλιέργητα και θαμνώδη μέρη. Οι τρυφεροί βλαστοί της τρώγονται ως αγριολάχανο και είναι νοστιμότατοι. Παλιότερα τις έφερναν στην πόλη της Λευκάδας οι βλάχες από την απέναντι Στερεά και τις πουλούσαν σε ματσάκια. Η οβρυά έχει . . . Περισσότερα
το άνθος της ελιάς. Οι οβρυοί βγαίνουν ενωμένοι σε τσαμπιά 5-6 μαζί. Το κάθε άνθος ή και το μπουμπούκι λέγεται οβρυός, αλλά και όλο το τσαμπί οβρυός λέγεται. Όταν βγει ο οβρυός, οι γεωργοί λένε πώς «οι ελιές εκινήσανε». Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὀβρυὸς /ὁ/ (βρύω, . . . Περισσότερα
μέτρο βάρους, υποδιαίρεση της Ιονικής λίτρας. 1 λίτρα έχει 16 ουγκιές – 1 ουγκιά = 9 δράμια. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὀγκιὰ /ἡ/ (Ἀγ. ounce) = τὸ μέτρον βάρους οὐγγιά. (ἰσοδυναμοῦν πρὸς 9 δράμια ἢ 28 γραμμάρια). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ὀγλή(γ)ορα (γοργῶς, ἐγρηγόρως) = ταχέως, συντόμως, ἀμέσως. ὀγλήγορα
Ὀγλίγορα, § ταχέως. ΚΝ. Σημ. Ἐκ τοῦ Ὀλίγ-ὥρα (ἰδ. γλίγωρα καὶ Συλλ. 3).
(ογωνίστρια), το μέρος του σπιτιού που βρίσκεται η εστία (η γωνιά)
όποιος. φράση: «΄Ογοιος θέλει ας έρθει».
Ὅγοιος § ὁποῖος, ὅστις. Π. ὅγοιος τὰ λόγια σου ᾿γρικᾷ (Δίστ. 15). Σημ. Ἐκ τοῦ ὁποῖος = ὁκοῖος τροπῇ τοῦ κ εἰς γ κατὰ τὰ γυρτός, γουβιός, ἀντὶ κυρτός, κωβιός. Ὁ Βυζ. παραλ. τὴν λ.
διάβολος (λέγεται για να μην αναφερθεί το όνομά του) «Άει στον οδείνα»
το μοναστήρι της Υπεραγίας θΘεοτόκου της Οδηγήτριας στην Απόλπαινα
Ὄεσκε, ἐπίρρ. ἀρν. § ὄχι. Σημ. ἴδε Ναίσκε.
ο οικονόμος, το αντίθετο του σπάταλου.
της αγουρίδας το ζουμί με στυπτική δύναμη Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη
το αντίθετον του ναίσκε = όχι. Λέγεται όμως μάλλον ειρωνικά ή χαϊδευτικά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὄϊσκε = ὄχι (ἐν πνεύματι στοργῆς ἢ εἰρωνείας). Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
της οκάς
Ὀκιοπ(ου)λῖνο /τὸ/ (Ἰ. occhio-pollino) = ἐνδιάμεσος κάλος μεταξὺ τῶν δακτύλων τοῦ ποδὸς (κυκλοτερὴς καὶ διάτρητος εἰς τὸ μέσον ὡς ὀφθαλμὸς πουλερικοῦ).
ο ίδιος, ολόμοιαστος, φτυστός. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ὁλάκαιρος -η -ο (ὅλως-ἀκέραιος) = ὁλοΐδιος, πανόμοιος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ὄλε (Ἱσπν. ole) = ἐπιφώνησις χαρᾶς ἐν συναντήσει μετὰ φιλικοῦ προσώπου.
καρπός γιομάτος ζουμί, προκειμένου για φρούτα κυρίως.
Ὁλομόνατος = ὁλόϊδιος. βλ. και μονάτος -η -ο