ἀλ(ει)τρούητος -η -ο
Ἀλειτρούητος -η -ο: (ἀ-λειτουργῶ) = ἀσεβής, ἀνάγωγος, ἀλιτήριος.
(ἀλειτρούητος)
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ετυμολογική σημείωση:
για την ακρίβεια από το αλειτούργητος, πβ. και αλείτουρος (βλ.λ. αλίτουρος)
(Π.Γ. Κριμπάς)