ε (επίρρ.)
να, ιδού. – Ε, ο Γιάννης ήρθε. Ε, η θάλασσα. – Ε, καημένε;
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἔ, ἐπίρ. δεικτ. Π. ἔ᾿ ὁ ἄνθρωπος, ᾿ποῦ ζητᾷς = ἰδὲ ὃ αἰτεῖς ἄνθρωπον. Κι᾿ ὁ χάρος ἒ ᾿ποῦ ᾿πλάκωσε ᾿ς τοὺς κάμπους καββαλάρης (ᾆσμ. 27). Ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας μεταχειριζόμεθα καὶ τὸ νά. Π. νὰ ὁ ἄνθρωπος = ἴδε ὁ ἄνθρωπος.
Σημ. Ἐγένετο κατ᾿ ἀποκοπὴν ἐκ τοῦ ἰδέ, τὸ δὲ να ἐσχηματίσθ ἰδιορρύθμως. Ὁ Βυζ. παραλείπει τὴν σημασίαν ταύτην.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου