δισάκι
Διπλός σάκος που κρεμόταν στον ώμο. Τον χρησιμοποιούσαν για τη σπορά. Περιείχε τον απαραίτητο καρπό για να τον σπείρουν στα χωράφια σκορπίζοντάς τον με το χέρι.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στην Λευκαδίτικη διάλεκτο!
Διπλός σάκος που κρεμόταν στον ώμο. Τον χρησιμοποιούσαν για τη σπορά. Περιείχε τον απαραίτητο καρπό για να τον σπείρουν στα χωράφια σκορπίζοντάς τον με το χέρι.
η διάταξη, η τακτοποίηση Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δισποζιτσιόν(ε) /ἡ/ ἀρχ. (Ἰ. disposizione) = διάθεσις, διάταξις, κατάταξις. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
(ιταλ. disponere): τακτοποιώ, διευθετώ, διαθέτω
είδος κριθαριού
Καλά έκανε ο Λάζαρης και το καταχωρεί στα Λευκαδίτικά του (ντε τσέκου) και σωστά το μεταγλώττισε από το ιταλικό de zecca. Το πρώτο είναι πρόθεση, το δεύτερο, ουσιαστικό θηλυκό, σημαίνει κατ΄ αρχήν νομισματοκοπείο κι έπειτα το εντελώς καινούριο. Στο χωριό ήταν πολύ εύχρηστο. Λέγαμε π.χ.: Αυτό το κουτούμι είναι διτσέκ, . . . Περισσότερα
(ιταλ. diffendere): προστατεύω, υπερασπίζω βλ. και διφέντια
προστασία, καταχύρωση βλ. και διφεντέρω
τα δέντρα που δίνουν δυο φορές ο χρόνο καρπό. «Έχω λεμόνια δίφορα». Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δίφορος -η -ο (δὶς-φέρω) = ὁ καρποφορῶν δὶς τοῦ ἔτους, ὁ δεύτερος ἐτήσιος καρπὸς δένδρου, «λεμόνι δίφορο». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
η γωνιά που σχηματίζουν τα σκέλη των ποδιών μας. Ξύλο δίχαλο που απολήγει σε δύο σκέλη. «Μπήκα καβάλα στ΄ άλογο διχάλα». Παλιότερα οι γυναίκες των χωρικών ντρέπονταν να καβαλήσουν διχάλα, ανοίγοντας τα πόδια τους. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δ(ι)χάλα /ἡ/ (δὶς-χηλὴ) = δίχαλον, κλάδος μὲ δύο . . . Περισσότερα
δίρριχτη στέγη.
το χαλίκι δίψα που βρίσκεται στην αμμουδιά της Γύρας. Οι μικροί όταν το βρίσκουν το βάνουν στο στόμα τους και το πιπιλίζουν, για να ξεδιψάσουν. Άγγ. Σικελιανός, Αλαφροΐσκιωτος : «αγνάντεψα, ως βάδιζα / σκυφτός σ΄ ώρα βαρυτάτη /που το κορμί μου εδίψα / δίπλα στο κύμα / το χαλίκι που . . . Περισσότερα
Δό᾿ καὶ δός, § δός. Π. δό᾿ μου καὶ δός μου κομμάτι ψωμί. Ὁ πρῶτος τύπος εὐχρηστεῖ μόνον, ὅταν προτάσσωνται τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας μου, ποτὲ ὅμως δὲν λέγομεν δό᾿ του, δό᾿ λεπτὰ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ δός του, δὸς λεπτὰ τοῦ ἀνθρώπου.
πάει να πει
Δοκανίκι § ῥάβδος, ἐφ’ ἧς στηριζόμεθα, ὅταν βαδίζωμεν. ΚΝ. Σημ. Ἐκ τοῦ δόκανον. Περὶ σχηματισμοῦ τῆς ὑποκοριστικῆς καταλήξεως (ικι) οὐδὲν ἔχομεν εἰπεῖν, διότι κατὰ τὸ ἐγχώριον ἰδίωμα ἔδει εἰπεῖν δοκανάκι(ον), ὡς παιδάκι(ον), ξυλάκι(ον) κτλ. Προτάξει τῆς συλλαβῆς (ακ) εἰς τὸν ἀρχαῖον τύπον (-ιον).
ΑΡΧ. δοκός.
καθηγητής, διδάκτορας. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δόκτορος /ὁ/ ἀρχ. (Λ. doctor. Ἰ. dottore) = διδάκτωρ, καθηγητής. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
το δόλωμα στο ψάρεμα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δόλι /τὸ/ (δόλος, δόλιος) = τὸ δόλωμα τῆς ἁλιείας. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Δολίζω, § τὸ προσπαθεῖν διὰ δόλου νὰ ἐξαγάγωμεν τὸν πολύποδα ἐκ τῆς θαλάμης του.
βάνω το δόλωμα στο αγκίστρι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δολώνω (δολόω, δολιόω) = προσαρμόζω τὸ δόλωμα εἰς τὸ ἄγκιστρον, νοθεύω, μολύνω, μολύνομαι. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Δολωσὰ /ἡ/ (δόλωσις, δολίωσις) = ἡ προσαρμογὴ τοῦ δολώματος εἰς τὸ ἄγκιστρον, ἡ μόλυνσις.
ρήμα απρόσωπο απαντάει πάντοτε ασυναίρετο στο γ΄πρόσωπο συνοδευόμενο από το με = μου ΄ρχεται να κάμω κάτι. «Με δομάει να πάω να τόνε βρω». Ανάλογα είναι τα : με διψάει = διψώ, με πεινάει = πεινώ, με βολεί = με χωράει, με βολεύει κλπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος . . . Περισσότερα
ο όχθος Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δομὸς /ὁ/ (δόμος) = σειρὰ οἰκοδομημένων λίθων, κάθετος τομὴ τοῦ ἐδάφους, ὄχθος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης σειρά οἰκοδομημένων λίθων, κάθετος τομή ἐδάφους, ὄχθος, (ΑΡΧ = δόμος). Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων – Χαρά Παπαδάτου πρανές, το κάθετα από χώμα χώρισμα . . . Περισσότερα
Δορά, § ἡ ὑπὸ τοῦ πρώτου φλοιοῦ τῶν δένδρων κειμένη ἐπιδερμίς.
οι καμπυλωτές σανίδες των βαγενιών, βαρελιών, βυτίων κλπ. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δούγα /ἡ/ (Ἰ. doga, Σ. dούga) = ἑκάστη τῶν καμπύλων πλευρικῶν σανίδων τοῦ βυτίου. Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Είναι η δόγα, η ιταλική doga. Δούγες λέμε τις καμπυλωτές σανίδες των βαγενιών (Κοντομίχης). . . . Περισσότερα
ενετικό νόμισμα ασημένιο ή χρυσό
Δρα(χ)ουμὴ (δράξ, δραχμὶς) = ἡ δραχμή. δραχουμὴ
μηχανόπλοιο εκσκαφής, κοινώς φαγάνα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δράγα /ἡ/ (δράσσω, δράξ, Ἰ. draga) = μηχανόπλοιον ἐκσκαφῆς τοῦ βυθοῦ, βυθοκόρος. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
το ψάρι τραχίνος ή δρακόνι. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δράκαινα /ἡ/ = ὁ ἰχθῦς τραχῖνος ὁ δράκων, δρακαινίς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Δράκαινα, § μικρὸς ἰχθύς, οὗ τὸ κέντημα ἐπιφέρει δριμυτάτους πόνους, πρὸς κατάπαυσιν τῶν ὁποίων ἡ δημώδης θεραπευτικὴ μεταχειρίζεται φυτόν τι καλούμενον ἀγροῦζα. Σύλλαβος . . . Περισσότερα
ο καταγόμενος από το χωριό Δράγανο. ποικιλία σταφυλιού. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Δραγανίτης /ὁ/ (Δράγανον) = ὁ ἐκ τοῦ χωρίου Δραγάνου, ποικιλία σταφυλῆς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
το παρατηρητήριο του δραγάτη. Έστηνε ο ίδιος μια μπαράκα πλεγμένη με βέργες, φτέρες και σπάρτα, σ΄ επίκαιρο σημείο (βίγλες) κι από ΄κει παρακολουθούσε τι γίνεται από άποψη παραβάσεων, αγροζημιών, κλοπών κλπ, στην περιφέρεια του. Η δραγάτα είχε κι από ένα παραθυράκι στην κάθε πλευρά. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – . . . Περισσότερα