μπρισίμι (το)
μετάξινη κλωστή, μεταξένιο γαϊτάνι.
Σε χργρ του 1753 (Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας) βλέπομε: “Εις τα ρούχα όπου έκαμα τον πεδοπουλόνε εξόδιασα τρα (=συνολικά) ης το ρούχο, μάστορα, φόδρες και μπρισίμι λ. 156″.
Δημ. τραγ. : “Κουνιέται το γαρούφαλο κουνιέται και τ΄ ασήμι / κουνιέται κι η καρδούλα μου σε μια κλωστή μπρισίμι”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπρισίμι /τὸ/ (Τ. ἰμπρισὶμ) = μετάξινον νῆμα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης