Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπράτσο (το)

  1. το χέρι, ο βραχίονας. “έχει γερά μπράτσα” – “Είναι μπρατσωμένος”.
  2. μετρικός πήχυς, 0,64 μ.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπράτσο /τὸ/ (Ἰ. braccio) = βραχίων, μετρικὸς πῆχυς (0,64 μ.).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.