μπράτσο (το)
- το χέρι, ο βραχίονας. “έχει γερά μπράτσα” – “Είναι μπρατσωμένος”.
- μετρικός πήχυς, 0,64 μ.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπράτσο /τὸ/ (Ἰ. braccio) = βραχίων, μετρικὸς πῆχυς (0,64 μ.).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης