μπρατσάρικος -η -ο
το ύφασμα ή το πράγμα που έχει μήκος ένα μπράτσο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπρατσάρ(ι)κος -η -ο (Ἰ. bracciale) = πηχιαῖος κατὰ τὸ μῆκος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
το ύφασμα ή το πράγμα που έχει μήκος ένα μπράτσο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπρατσάρ(ι)κος -η -ο (Ἰ. bracciale) = πηχιαῖος κατὰ τὸ μῆκος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης