Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπρατσαδούρα (η)

  1. το σύνολο του υφάσματος που χρειάζονται για ένα φόρεμα χωριάτικο. Το ύφασμα αυτό υπολογίζεται σε δέκα πήχεις, δηλ. 6,40 μέτρα.
  2. “τόπι” υφάσματος, το λεγόμενο β΄λάρι. φράση: “εψώνισα μπρατσαδούρα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπρατσαδοῦρα /ἡ/ (Ἰ. braccio-atura) = ὕφασμα τοῦ πήχεως, ὕφασμα τοῦ ἐμπορίου συνεχὲς (πωλούμενον μὲ τὸν πῆχυν).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.