μπρατσαδούρα (η)
- το σύνολο του υφάσματος που χρειάζονται για ένα φόρεμα χωριάτικο. Το ύφασμα αυτό υπολογίζεται σε δέκα πήχεις, δηλ. 6,40 μέτρα.
- “τόπι” υφάσματος, το λεγόμενο β΄λάρι. φράση: “εψώνισα μπρατσαδούρα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπρατσαδοῦρα /ἡ/ (Ἰ. braccio-atura) = ὕφασμα τοῦ πήχεως, ὕφασμα τοῦ ἐμπορίου συνεχὲς (πωλούμενον μὲ τὸν πῆχυν).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης