μπόβολας και μπόβολος- μπόμπολας (ο)
το σαλιγκάρι, που βγαίνει στον ήλιο μετά τη βροχή. Τα παιδιά το κυνηγάνε τρελά … λέγοντας του “μπόμπολα, μπόμπολα Νιόνιο, βγάλ΄ τα κέρατά σου / η μάνα σου επέθανε και κλαίνε τα παιδιά σου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπόβολας /ὁ/ (Ἰ. buovolo) = κοχλίας, σάλιαγκας, σαλίγκαρος.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Μποβόλω.
(Αφορά στα μάτια) γουρλώματα.
Η λέξη σχετίζεται με το λεγόμενο μπόβολα ή μπόμπολα, το σαλιγκάρι, ο σαλίγγαρος. Στα ιταλικά υπάρχει η λέξη bovolo και σημαίνει “σχήμα σε κωνική σπείρα” (Mandeson). Τα “εν χρήσει” λεξικά δεν καταγράφουν τη λέξη μπόβολας. Η εγκυκλοπαίδεια “Υδρία” στη λέξη σαλίγκαρος αναφέρει και την ονομασία μπόμπολος.
Πάντως επειδή τα μάτια κάποιας, στις μέρες μου, εξείχαν από τις κόγχες τους, όπως του σάλιαγκα, από το κέλυφος, όστρακό του, την “κάτσανε” μποβόλω.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Μπόβολος = μεγάλος σαλίγκαρος.