μπουσουλάω και μπουσουλίζω
ψάχνω στο σκοτάδι να βρω κάτι, ψάχνω στα χαμένα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπουσουλίζω. Το αρκούδισμα των μωρών, Περπάτημα με τα τέσσερα. Κατά τον Κριαρά, αβεβαίου ετύμου. Ψάχνω στο σκοτάδι, να βρω το μπούσουλα (πυξίδα προσανατολισμού) Ιταλικά bussola. Ανάλογα κάνει και το μωρό, αρκουδίζοντας.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης