μπουρδέτο και μπουργέτο (το)
φαγητό καμωμένο με πετρόψαρα, σκορπιούς, μουδιάστρες, πλατόψαρα, κούκους και χελιδονόψαρα. Γίνεται με κρεμμυδάκια , πιπέρι κόκκινο ή μαύρο και λαδολέμονο.
Σε σατιρικό δημ. τραγ. του τόπου διαβάζομε: “… Μια γριά στα γερατειά / είχε πόνους κι αρρωστιά / … / Σήμερα δεν έφαγα άλλο / παρ΄ ένα μηρί από γάλο / κι εξ απλάδαινες μπουρδέτο …¨(Λαογραφικά Σύμμεικτα, μέρος ΙΔ΄).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπουρδέτο καί μπουργέτο /τὸ/ (Ἰ. brodetto) = πετρόψαρα μαγειρευμένα μὲ κρομμύδια, λάδι κ.λπ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης