μπουρδάρω
Μπουρδάρω (Ἰ. borro-dare, abbordare) = εἰσβάλλω χειμαρρωδῶς, εἰσορμῶ, καταλαμβάνω διὰ τῆς βίας.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μπουρδάρω (Ἰ. borro-dare, abbordare) = εἰσβάλλω χειμαρρωδῶς, εἰσορμῶ, καταλαμβάνω διὰ τῆς βίας.