μπ(ου)κάρω
Μπουκάρω (Ἰ. buca -are) = εἰσέρχομαι, εἰσδύω, εἰσβάλλω.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Εισορμώ. Το ιταλικό boccare. Εύχρηστο και το ξε-μπουκάρω. Μπούκα είναι το στόμιο (bocca), το στόμα και φυσικά η μπουκιά (και η μπούκα του κανονιού, κατά την παροιμιακή έκφραση, “σ΄ έχει στην μπούκα το κανονιού”.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης