Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπόττο (το)

κλέψιμο στο ζύγι ή στην τιμή του είδους που εψώνισα. “Την έπαθα, θα μο ΄βαλε μπόττο, ο κερατάς”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπόττο /τὸ/ (Ἰ. buttare) = σπατάλη, ἀσωτεία, ἀπατηλὴ προσθήκη εἰς τὸ πραγματικὸν τίμημα ὀψωνίου τινός: «μὤβαλε μπόττο».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.